Το άρθρο “Sensory–movement underpinnings of lifelong neurodivergence: getting a grip on autism” του Steven K. Kapp προσεγγίζει τη διαφορετικότητα του αυτισμού μέσα από μια πιο ολοκληρωμένη και ανθρωποκεντρική οπτική.
Η μελέτη αυτή, όπως δημοσιεύθηκε στο journal “Frontiers in Integrative Neuroscience” που εξερευνά πώς οι λειτουργίες του εγκεφάλου ενοποιούνται για να παράγουν σύνθετη συμπεριφορά, αναλύει πώς οι νευρολογικές και αισθητηριακές διαφορές διαμορφώνουν την αυτιστική εμπειρία και ταυτόχρονα εξετάζει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που προκύπτουν μέσα από τις διαφορές. Υπογραμμίζει την ανάγκη για μια υποστηρικτική και ενσυναισθητική προσέγγιση που να προάγει την θετική αξιοποίηση αυτών των διαφορών και να ενισχύει την ενεργή συμμετοχή των αυτιστικών ατόμων μέσα στην κοινωνία.
▶️Στο βίντεο θα βρεις την επεξεργασμένη και συντομευμένη εκδοχή του.
👇Εδώ θα βρείς μια απόδοσή του στα ελληνικά.
Διαδικασία από-κάτω-προς-τα-πάνω: Η μειωμένη επικέντρωση της αντίληψης
Ο εγκέφαλος των αυτιστικών ατόμων φαίνεται να επεξεργάζεται τα αισθητηριακά ερεθίσματα που συναντούν επανειλημμένα ως “νέα”1. Αυτό συνδέεται τόσο με τις ισχυρές αντιληπτικές ικανότητες σε συγκεκριμένες αισθητηριακές διαστάσεις (π.χ., στην οπτική και ακουστική) όσο και με τη μειωμένη ενσωμάτωση αυτών των πληροφοριών (Heffler και Oestreicher, 2016). Μπορεί να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου μειωμένης συγκέντρωσης της αντίληψης στα αυτιστικά άτομα (Hadad και Yashar, 2022), το οποίο απαιτεί πολυαισθητηριακή ενσωμάτωση για τα συχνά επαναλαμβανόμενα ερεθίσματα (Lewkowicz και Ghazanfar, 2009; Maurer και Werker, 2014; Schwarzer, 2014). Αντί ο περιορισμός της αντίληψης να επιταχυνθεί στο τέλος του πρώτου έτους (Lewkowicz, 2014), οι διαφορές των αυτιστικών βρεφών οδηγούν στην αντίληψη περισσότερων στοιχείων από το περιβάλλον τους ως αβέβαιων, γεγονός που μπορεί να υπερφορτώσει τις αισθήσεις τους και να προκαλέσει αναστάτωση, οδηγώντας σε δυσκολίες στην αυτορρύθμιση και μειωμένη κοινωνική εγγύτητα (Garon et al., 2016).
Ο εγκέφαλος των αυτιστικών ατόμων παρουσιάζει και στοιχεία αντιστάθμισης, καθώς δέχεται περισσότερες αισθητηριακές πληροφορίες. Η υπερσύνδεση των νευρώνων γύρω στους 6 μήνες, η οποία προηγείται της μείωσης των συνδέσεων στον εγκέφαλο και της διάγνωσης αυτισμού (Wolff et al., 2012, 2015, και Liloia et al., 2024), ενδέχεται να υποδεικνύει προσωρινή νευρωνική αντιστάθμιση καθώς η ποσότητα των πληροφοριών που πρέπει να διαχειριστούν γίνεται υπερβολική. Παρομοίως, τα αυτιστικά βρέφη παρουσιάζουν ασυνήθιστα επιταχυνόμενη ανάπτυξη του εγκεφάλου στον εγκεφαλικό φλοιό γύρω από την ηλικία των 6 μηνών και κυρίως του 1 έτους, όταν τα χαρακτηριστικά του αυτισμού γίνονται πιο εμφανή (Dawson et al., 2023), και μεγαλύτερο μέγεθος εγκεφάλου σε σχέση με περιπτώσεις αναπτυξιακής καθυστέρησης (Nordahl et al., 2011). Η πρώιμη ανάπτυξη της αμυγδαλής (Dawson et al., 2023), του εγκεφαλικού κέντρου απόδοσης συναισθηματικής σημασίας και καινοτομίας, ενισχύει την αντίληψη ότι τα αυτιστικά βρέφη (όπως και τα μεγαλύτερα αυτιστικά άτομα) γίνονται λιγότερο εξοικειωμένα με τις προηγούμενες εμπειρίες (που σε τυπικές συνθήκες θα διευκόλυνε ο περιορισμός της αντίληψης). Η μειωμένη εξοικείωση με τα αισθητηριακά ερεθίσματα (πχ οπτικά και ακουστικά) στα αυτιστικά άτομα σχετίζεται με πιο έντονα χαρακτηριστικά αυτισμού (Jamal et al., 2021) και παρατηρείται συχνότερα σε αυτιστικά άτομα παρά σε άλλους νευροδιαφορετικούς πληθυσμούς (Merchie και Gomot, 2023).
Ο μειωμένος περιορισμός αντίληψης συνδέεται με θεωρίες και ενδείξεις για τον αυτισμό, οι οποίες περιλαμβάνουν πλεονεκτήματα στην επεξεργασία από κάτω προς τα πάνω (η οποία βασίζεται στις αισθητηριακές εμπειρίες του περιβάλλοντος) ή δυσκολίες στην επεξεργασία από πάνω προς τα κάτω (η οποία φιλτράρεται από προηγούμενες εμπειρίες και προσδοκίες του ατόμου). Ιστορικές αναφορές για τον αυτισμό, καθώς και πιο πρόσφατες έρευνες, δείχνουν ότι τα αυτιστικά βρέφη και παιδιά μπορεί να αντιλαμβάνονται φυσικές λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, οι οποίες συχνά παραβλέπονται από τους συνομηλίκους τους αλλά και από ενήλικες (Kanner, 1943; Asperger, 1944, 1991; Losh και Capps, 2006; Klin et al., 2009). Οι αυτιστικοί άνθρωποι έχουν μειωμένη ευαισθησία σε διάφορες οπτικές ψευδαισθήσεις (Simmons et al., 2009), και πιο συγκεκριμένα παρουσιάζουν “τυφλότητα λόγω μη προσοχής” όταν αποτυγχάνουν να δουν κάτι στο οπτικό τους πεδίο (Swettenham et al., 2014).
Αυτό συνδέεται με τις οπτικές αντιληπτικές δυνατότητες που τους διαφοροποιούν από άλλα άτομα με τυπική-ρεαλιστική επεξεργασία εικόνας (Bölte et al., 2007). Παρόμοια, οι αυτιστικοί ενήλικες τείνουν να επεξεργάζονται το περιβάλλον με έναν τρόπο που εξαρτάται από τις περιστάσεις (Johnson et al., 2010; Yechiam et al., 2010; Solomon et al., 2015), και παρουσιάζουν καλύτερη απόδοση για κοντινά ερεθίσματα σε σχέση με τον βαθμό των αυτιστικών χαρακτηριστικών τους (Robertson et al., 2013). Αυτή η προδιάθεση για οπτικές λεπτομέρειες δεν επηρεάζει απαραίτητα την ολιστική επεξεργασία, αλλά η ενσωμάτωσή τους μπορεί να απαιτεί συνειδητή προσοχή (Happé και Frith, 2006; Mottron et al., 2006; Koldewyn et al., 2013), χρόνο (Van der Hallen et al., 2015), ή την παρουσία τόσο γενικών και τοπικών στοιχείων (Johnson et al., 2010). Η ρεαλιστική επεξεργασία της εικόνας και η υπερευαισθησία σε πολύπλοκες κινήσεις συνεχίζουν να συνδέονται με δυσκολίες στην κίνηση (συμπεριλαμβανομένης και της μίμησής της) και με τα χαρακτηριστικά του αυτισμού σε διάφορες ηλικίες και νοητικές ικανότητες (Freitag et al., 2008; Price et al., 2012; Cook et al., 2013), προκαλώντας δυσκολία στην αντίληψη των ασυνεπών ερεθισμάτων, είτε προέρχονται από αντικείμενα είτε από ανθρώπους.
Όσον αφορά την επεξεργασία της επαφής με τα μάτια και των προσώπων (αλλά και με άλλα δεδομένα πέρα από αυτό), τα αυτιστικά παιδιά, έφηβοι και ενήλικες επεξεργάζονται τα πρόσωπα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (Stevenson et al., 2016), γεγονός που σχετίζεται με μειωμένη προσαρμογή στην αμυγδαλή (Kleinhans et al., 2009; Swartz et al., 2013; Wiggins et al., 2014; Green et al., 2019). Αυτό σημαίνει ότι με την πάροδο του χρόνου, παρά την επαναλαμβανόμενη έκθεση, δεν εμφανίζεται η αναμενόμενη ηρεμία, κάτι που υποδεικνύει ότι τα αυτιστικά άτομα επεξεργάζονται τα γνωστά πρόσωπα ως “νέα” και με ένταση, όπως προκύπτει από μελέτες που περιλαμβάνουν την ανίχνευση της κίνησης των ματιών (Dalton et al., 2005; Tottenham et al., 2014; Stuart et al., 2023).
Παραδόξως, μια εξήγηση για την επεξεργασία “από κάτω προς τα πάνω” στον αυτισμό προτείνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μη-αυτιστικοί άνθρωποι παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντίσταση στις αλλαγές. Τα αυτιστικά βρέφη φαίνεται να εμφανίζουν μειωμένη συνήθεια σε συχνά ακουσμένα ήχους (Guiraud et al., 2011), κάτι που υποδηλώνει ότι επεξεργάζονται λέξεις που συναντούν επανειλημμένα ως σχετικά νέες, κάτι που τους δίνει πλεονέκτημα όταν εκτίθενται σε ήχους που διαφέρουν από το συνηθισμένο πρότυπο. Πράγματι, βρέφη 1 έτους που αργότερα διαγνώστηκαν με αυτισμό έδειξαν μεγαλύτερη κατανόηση και παραγωγή απρόβλεπτων λέξεων όταν εξετάστηκαν λόγω χαμηλότερων γλωσσικών ικανοτήτων (Lazenby et al., 2016). Αυτό παρουσιάζει αντιστοιχείς με το πώς η απόδοση των αυτιστικών παιδιών κατά την εκμάθηση μιας νέας κίνησης επηρεάστηκε λιγότερο αρνητικά, σε σύγκριση με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά και εκείνα με ΔΕΠΥ, όταν τους παρουσιάστηκε ένα εναλλακτικό κινητικό πρότυπο (Gidley Larson and Mostofsky, 2008). Πράγματι, πορσφάτως οι αυτιστικοί ενήλικες συμμετέχοντες σε μια απρόβλεπτη εργασία παρουσίασαν καλύτερη απόδοση σε σύγκριση με μη-αυτιστικούς, κάτι που αντιβαίνει στις προσδοκίες των ερευνητών (Lacroix et al., 2025). Παρόμοια, αν και οι αυτιστικοί ενήλικες ανέφεραν χαμηλότερη διαίσθηση, αντέδρασαν με μεγαλύτερη διαισθητικότητα (Bastan et al., 2024). Γενικά, η έρευνα δείχνει ότι τα αυτιστικά άτομα βασίζονται περισσότερο σε νέα δεδομένα παρά σε προηγούμενες εμπειρίες όταν λαμβάνουν αποφάσεις (Van der Plas et al., 2023), γεγονός που μπορεί να τα καθιστά πιο επιρρεπή στο να “πηδούν σε συμπεράσματα” σε σχέση με τους μη-αυτιστικούς συνομηλίκους τους (Sahuquillo-Leal et al., 2020).
Συνθετική νευροεπιστήμη: κύκλοι ανατροφοδότησης και αποσύνδεση αντίληψης-δράσης
Η επεξεργασία από κάτω προς τα πάνω ενδέχεται να οφείλεται σε σταθερά μειωμένη αισθητηριακή ολοκλήρωση μέσα στους κυκλικούς ανατροφοδοτικούς μηχανισμούς που περιλαμβάνουν την παρεγκεφαλίδα. Η παρεγκεφαλίδα προσφέρει ιδιαίτερη ερμηνευτική αξία για τον αυτισμό ως μία σταθερή μορφή νευροδιαφορετικότητας, καθώς περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό νευρώνων (Fiez & Stoodley, 2024) και υπάρχουν ενδείξεις για μια διαρκή (και μικρότερη) μορφολογική διαφοροποίηση (Liloia et al., 2024), ιδιαίτερα τεκμηριωμένη μέσω άμεσων μετρήσεων σε μεταθανάτιες μελέτες (Fetit et al., 2021). Επομένως, ίσως ερμηνεύει την τάση των αυτιστικών ατόμων (σε αντίθεση με τα μη-αυτιστικά) να πιστεύουν ότι ο αυτισμός έχει αποκλειστικά βιολογική αιτιολογία (Kapp et al., 2013).
Η αντίληψη για την έμφυτη φύση του αυτισμού και για έναν νευροβιολογικό “σκληρό προγραμματισμό” συνδέεται με την απόρριψη της ιδέας ότι ο αυτισμός μπορεί ή πρέπει να θεραπευτεί (VanDaalen et al., 2025). Παρότι αυτή η άποψη μπορεί να αντανακλά στοιχεία βιολογικού ουσιοκρατισμού (Russell, 2020), τα συνεχώς αυξανόμενα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι νευρολογικές διαφορές ήδη από τη βρεφική ηλικία προβλέπουν την πλήρωση των διαγνωστικών κριτηρίων για αυτισμό αργότερα (Ayoub et al., 2022; Dawson et al., 2023; Morrel et al., 2023).
Ορισμένα αυτιστικά άτομα που καταφέρνουν να εμπλακούν σε δραστηριότητες που θεωρούνται δύσκολες για την πλειονότητα των αυτιστικών ατόμων, όπως η κατανόηση της μεταφορικής γλώσσας (Herringshaw et al., 2016), ή που φαίνεται να μην πληρούν πλέον τα συμπεριφορικά διαγνωστικά κριτήρια (Eigsti et al., 2016), ενδέχεται να ενεργοποιούν περισσότερο τον εγκέφαλό τους για να γεφυρώσουν τα ημισφαίρια σε σχέση τόσο με μη-αυτιστικά άτομα όσο και με άλλους αυτιστικούς. Αυτό πιθανόν υποδηλώνει μια διαδικασία αντιστάθμισης ή καμουφλάζ και όχι ένδειξη κάποιας “εξομάλυνσης” των αυτιστικών τους χαρακτηριστικών (βλ. Eigsti et al., 2016).
Η εγκεφαλική δραστηριότητα αυτιστικών εφήβων και ενηλίκων που ενδέχεται να μη φαίνονται πια αυτιστικοί, σχετίζεται περισσότερο με τη συμπεριφορά τους στην πρώιμη παιδική ηλικία παρά με την τρέχουσα εικόνα τους (Ecker et al., 2012, 2013). Αυτό το καμουφλάζ φαίνεται να συνέβαλε στην ευρύτερη αποδοχή της διάγνωσης του αυτισμού με την πάροδο του χρόνου (American Psychiatric Association, 2013; Kapp & Ne'eman, 2020).
Έτσι, η παρεγκεφαλίδα μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση της σχετικής διάρκειας του αυτισμού ως υποκείμενης νευροαναπτυξιακής διαφοράς, ακόμη κι όταν οι εκδηλώσεις τωνδιαφόρων δεξιοτήτων ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου. Ένας ερευνητής που μελέτησε το φαινόμενο της “υποχώρησης” στον αυτισμό ανέδειξε τον ρόλο της παρεγκεφαλίδας στους πολυαισθητηριακούς κύκλους ανατροφοδότησης (Kern, 2002), όπως επίσης και μια εντελώς διαφορετική θεωρητική προσέγγιση που επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στην αίσθηση και την κίνηση (Donnellan et al., 2010).
Η παρεγκεφαλίδα λειτουργεί ως κόμβος ολοκλήρωσης των σημάτων, συνδυάζοντας πληροφορίες από άλλες περιοχές του εγκεφάλου και από τα αισθητηριακά συστήματα του νωτιαίου μυελού για τη ρύθμιση της μυϊκής δραστηριότητας. Τα ερευνητικά ευρήματα ενισχύουν διαρκώς την κατανόηση των ρόλων της όχι μόνο στην κινητική μάθηση, αλλά και στην αντίληψη και στις κοινωνικογνωστικές διεργασίες, τόσο στον αυτισμό (Rice & Stoodley, 2021; Biswas et al., 2024) όσο και στον γενικό πληθυσμό (Olson et al., 2023; Fiez & Stoodley, 2024).
Η μειωμένη ανάπτυξη της παρεγκεφαλίδας έχει συσχετιστεί με την πρόγνωση του αυτισμού ήδη από τη νεογνική ηλικία (Ure et al., 2016) και παρουσιάζει αξιοσημείωτη σταθερότητα σε συγκεκριμένους λοβούς (VI–VII) καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής (Courchesne et al., 2011· Crucitti et al., 2020· Liloia et al., 2024· Mohammad et al., 2024a· αλλά βλ. Sussman et al., 2015· Laidi et al., 2022· Klaus et al., 2024). Το μικρότερο μέγεθός της έχει συνδεθεί με μειωμένο συντονισμό μεταξύ αντίληψης και κίνησης, επηρεάζοντας την εκμάθηση κινητικών δεξιοτήτων (Marko et al., 2015) και την κινητική μνήμη (Neely et al., 2019).
Επιπλέον, σχετίζεται με την ένταση και την ορατότητα των αυτιστικών χαρακτηριστικών, όπως η μειωμένη εξερεύνηση του περιβάλλοντος και η αυξημένη διέγερση (Pierce & Courchesne, 2001). Η μικρότερη παρεγκεφαλίδα παρατηρείται συχνότερα σε άτομα με χαμηλότερες λειτουργικές δεξιότητες στην καθημερινότητα (Duan et al., 2024), μεγαλύτερες ανάγκες υποστήριξης (Riva et al., 2013) και ιστορικό καθυστέρησης στην ομιλία (Kevin et al., 2011), ακόμη και όταν λαμβάνεται υπόψη το IQ τόσο σε παιδιά (D'Mello et al., 2016) όσο και σε ενήλικες (Lai et al., 2015).
Αυτή η παρεγκεφαλιδική διαφοροποίηση φαίνεται να διακρίνει τον αυτισμό από άλλες νευροαναπτυξιακές συνθήκες όπως η ADHD και η δυσλεξία, που σχετίζονται με αυξημένο όγκο παρεγκεφαλίδας (Stoodley, 2014), αλλά και από τη διανοητική αναπηρία (Kaufmann et al., 2003), την αναπτυξιακή καθυστέρηση (Webb et al., 2009) και τις γλωσσικές αναπτυξιακές διαταραχές (Hodge et al., 2010).
Η παρεγκεφαλίδα στους αυτιστικούς δείχνει εναλλασσόμενα πρότυπα αυξημένης και μειωμένης συνδεσιμότητας με άλλες περιοχές του εγκεφάλου (Stoodley, 2014· Hanaie et al., 2018), τα οποία μπορεί να είναι χρήσιμα για την κατηγοριοποίηση του αυτισμού (Yi et al., 2024) ενώ οι παρεγκεφαλιδικές συνδέσεις των βρεβών προβλέπουν τον αυτισμό, τις ινητικές και γλωσσικές δυσκολίες (Cook et al., 2023), την αισθητηριακή ανταπόκριση (Wolff et al., 2017) και την κοινωνική συμπεριφορά (Okada et al., 2022).
Η μορφολογία των παρεγκεφαλιδικών νευρικών ινών φαίνεται να διαφοροποιεί τον αυτισμό από άλλες συνθήκες όπως η δυσπραξία, και σχετίζεται με πιο έντονες κοινωνικές διαφορές (Kilroy et al., 2022a). Στους αυτιστικούς, η συνδεσιμότητα της παρεγκεφαλίδας με αισθητηριακά και κινητικά δίκτυα είναι ενισχυμένη (Khan et al., 2015b· Oldehinkel et al., 2019· Wang et al., 2019) και αυξάνεται με την ηλικία (Lepping et al., 2022). Αντιθέτως, η σύνδεση με περιοχές που αφορούν τον εντοπισμό λαθών, την κοινωνική αντίληψη ή τη γλώσσα φαίνεται μειωμένη (Verly et al., 2014· Arnold Anteraper et al., 2019· Wang et al., 2019· Unruh et al., 2023), κάτι που συνδέεται με την κοινωνική-γνωστική ικανότητα (Igelström et al., 2017) και τη βλεμματική επαφή (Laidi et al., 2022). Η υπερευαισθησία στα ερεθίσματα και η ακούσια προσοχή ενδέχεται να εξηγούν αυτά τα πρότυπα συνδεσιμότητας που σχετίζονται με εντονότερες εκφάνσεις του αυτισμού (Lidstone et al., 2021· Alho et al., 2023· Cakar et al., 2024).
Η παρεγκεφαλίδα παίζει επίσης ρόλο στην ερμηνεία των διαφορών μεταξύ των φύλων στον αυτισμό. Έχουν καταγραφεί ιδιαίτερες δομικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, με το μικρότερο μέγεθος να σχετίζεται με πιο έκδηλα αυτιστικά χαρακτηριστικά στους άνδρες και αυξημένα επαναλαμβανόμενα και περιοριστικά πρότυπα συμπεριφοράς στις γυναίκες (McKinney et al., 2022). Παρατηρούνται, επίσης, ασυνήθιστες αλλαγές στο μέγεθος με την ηλικία, οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με το φύλο (Sussman et al., 2015). Η αυξημένη δραστηριότητα της παρεγκεφαλίδας σε χωρικές και οπτικές εργασίες έχει μελετηθεί κυρίως σε άνδρες (Thérien et al., 2022, 2023), όπου έχει συνδεθεί με ταχύτερους χρόνους απόκρισης (Hayes et al., 2018· Thérien et al., 2023) και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα στις εκτελούμενες εργασίες (Thérien et al., 2022).
Ωστόσο, αντίθετα πρότυπα συνδεσιμότητας μεταξύ παρεγκεφαλίδας και εγκεφαλικού φλοιού, που είνα ιαυξημένη στις γυναίκες και μειωμένη στους άνδρες, ενδέχεται να εξηγούν γιατί κάποιες μελέτες σε μικτά δείγματα δεν εντοπίζουν σημαντικές διαφορές συνδεσιμότητας (Smith et al., 2019· Linke et al., 2020· Gaudfernau et al., 2023· Hawks et al., 2023). Αυτό ίσως σχετίζεται με την αυξημένη τάση κοινωνικού καμουφλάζ στις γυναίκες, παρά την αυξημένη ευαισθησία τους (Lai et al., 2011· Eigsti et al., 2016).
Τέλος, οι διαφοροποιήσεις στη συνδεσιμότητα και στο μέγεθος της παρεγκεφαλίδας μεταξύ αυτιστικών ατόμων με ή χωρίς συχνές συνοδές νευροαναπτυξιακές ή ψυχικές καταστάσεις, όπως ADHD (Surgent et al., 2024) ή κατάθλιψη (Dhar et al., 2024), υποδηλώνουν την ανάγκη για επαναληπτικές μελέτες που θα αποσαφηνίσουν τον ρόλο της παρεγκεφαλίδας στη νευροποικιλότητα εντός του φάσματος του αυτισμού. Ακόμη, η αισθητηριακή ανταπόκριση φαίνεται να συσχετίζεται και με άλλες περιοχές, όπως το εγκεφαλικός στέλεχος (Surgent et al., 2022), τονίζοντας την αναγκαιότητα μιας προσέγγισης που εξετάζει ολόκληρο τον εγκέφαλο.
Κατανόηση των επιπτώσεων: συνέπειες των αισθητηριακών διαφορών και των κοινωνικών πλαισίων
Οι διαφορές στην αισθητηριακή αντίληψη και την κινητικότητα επηρεάζουν ουσιαστικά την καθημερινή ζωή των αυτιστικών ατόμων, κάτι που συχνά αναγνωρίζεται έντονα από τα ίδια τα άτομα. Τα αυτιστικά παιδιά έχουν εδώ και καιρό αναδείξει προκλήσεις που σχετίζονται με την κίνηση, όπως η μειωμένη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες που συνδέονται με κοινωνικές δυσκολίες (Capps et al., 1995· Bauminger et al., 2004· Williamson et al., 2008). Αυτιστικοί έφηβοι και ενήλικες έχουν επίσης αναφέρει, εδώ και καιρό, μειωμένη ή ίσης ποιότητας σωματική υγεία σε σύγκριση με αυτήν που ανέφεραν οι γονείς τους, ενώ σε άλλους τομείς, όπως οι κοινωνικές σχέσεις, οι αναφορές κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση (Shipman et al., 2011· Sheldrick et al., 2012· Hong et al., 2016). Στον βαθμό που τα αυτιστικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν την ποιότητα ζωής (Kim & Bottema-Beutel, 2019), αυτά ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στη σχολική επίδοση και τη σωματική υγεία (Oakley et al., 2021).
Η αντίδραση στα αισθητηριακά ερεθίσματα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς επηρεάζει τη μαθησιακή διαδικασία στην τάξη, ιδιαίτερα στον ακουστικό τομέα (Ashburner et al., 2008· Howe & Stagg, 2016), και προβλέπει αρνητικά τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία (Lin & Huang, 2019). Για παράδειγμα, η υπερευαισθησία σε ερεθίσματα προκαλεί δυσκολίες σε καταστάσεις όπως τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ (MacLennan et al., 2023), η χρήση άνετων ρούχων (Kyriacou et al., 2023), η διατροφή (Nimbley, 2024), η οδοντιατρική φροντίδα (McMillion et al., 2021· Chauhan et al., 2024), η εμμηνόρροια (Steward et al., 2020· Fearon et al., 2025), το σεξ (Barnett & Maticka-Tyndale, 2015), ο τοκετός (Gardner et al., 2016) και η εμμηνόπαυση (Moseley et al., 2020· Karavidas & de Visser, 2022· Brady et al., 2024).
Τα αυτιστικά άτομα, ιδιαίτερα όσα έχουν οριστεί θηλυκά κατά τη γέννηση, με περιορισμένη εκφραστική γλώσσα ενδέχεται να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά τις ανάγκες τους και να βιώνουν έντονη σωματική υπερφόρτωση κατά την εφηβεία, σε τέτοιο βαθμό που το σώμα να “καταλαμβάνει” το άτομο. Αυτό μπορεί να συνδέεται με την ασυνήθιστα υψηλή εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων κατά την εφηβεία (Rutter & Pickles, 2016) ή με κατατονικά κινητικά επεισόδια (Dell’Osso et al., 2022), που επηρεάζουν δυσανάλογα τα αυτιστικά άτομα.
Η αισθητηριακή υπερφόρτωση μπορεί να οδηγήσει σε εκρήξεις αποδιοργάνωσης (Lewis & Stevens, 2023). Παρόλο που η κατάλληλη διαμόρφωση του περιβάλλοντος και των ρουτινών μπορεί να περιορίσει την υπερφόρτωση (Daly et al., 2022), ακόμη και η ύπαρξη “αυτιστικού χώρου” δεν αρκεί πάντοτε για να εξισορροπήσει τις συγκρουόμενες ανάγκες αισθητηριακής πρόσβασης (Sinclair, 2010).
Προχωρώντας προς μια (πιο) ευαίσθητη κατανόηση του αυτισμού: υποεκτιμημένη ενσυναίσθηση και πόνος στα αυτιστικά άτομα
Φαίνεται ότι οι κοινωνικές αντιλήψεις για τον αυτισμό έχουν εδραιωθεί τόσο, ώστε συχνά τα ίδια τα αυτιστικά άτομα και οι οικογένειές τους αποδέχονται τα κυρίαρχα στερεότυπα, ακόμα και όταν τα επιστημονικά δεδομένα τα αντικρούουν. Οι επίμονες (και λανθασμένες) αντιλήψεις περί “έλλειψης ενσυναίσθησης” στα αυτιστικά άτομα συμβάλλουν στη συστηματική της υποεκτίμηση, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη αναγνωριστεί πως η αισθητηριακή υπερευαισθησία στους μη αυτιστικούς σχετίζεται θετικά με την ενσυναίσθηση (Aron & Aron, 1997· Gubler et al., 2024).
Οι αισθητηριακές υπερευαισθησίες που παρουσιάζουν πολλά αυτιστικά άτομα επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με το προφίλ των “υπερευαίσθητων ατόμων” (Highly Sensitive Person – HSP), κάτι που βοηθά να εξηγηθεί η τάση προς εσωστρέφεια και η αυξημένη ευαλωτότητα στο άγχος (Schwartzman et al., 2015). Ωστόσο, η δημόσια σύνδεση μεταξύ HSP και αυτισμού αποφεύγεται συχνά, πιθανώς λόγω του διαγνωστικού στίγματος (Edenroth-Cato & Sjöblom, 2022).
Οι γονείς τείνουν να υποεκτιμούν την ικανότητα των αυτιστικών παιδιών τους για ενσυναίσθηση, ιδιαίτερα όταν τα παιδιά παρουσιάζουν πιο εμφανή αυτιστικά χαρακτηριστικά (Scheeren et al., 2013). Αντίστοιχα, και οι ίδιοι οι αυτιστικοί ενήλικες συχνά υποβαθμίζουν το επίπεδο της ενσυναίσθησής τους, σε σύγκριση με την πραγματική τους ενσυναισθητική αντίδραση όταν αξιολογείται αντικειμενικά (Trimmer et al., 2017), παρά το γεγονός ότι πολλοί αυτιστικοί άνθρωποι αναφέρουν υψηλή ενσυναίσθηση (Kimber et al., 2024).
Παρόμοια μοτίβα υποεκτίμησης εντοπίζονται και στην εμπειρία του πόνου. Οι οικογένειες ενδέχεται να μην αναγνωρίζουν την ευαισθησία των αυτιστικών ατόμων στον πόνο, ο οποίος σχετίζεται με την απτική και τη σωματοαισθητηριακή επεξεργασία (Moore, 2015· Zhang et al., 2021). Οι γονείς συχνά υποεκτιμούν τον πόνο των αυτιστικών παιδιών τους, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι συμβαίνει με μη αυτιστικά παιδιά, ακόμη και όταν ο πόνος εκδηλώνεται καθαρά μέσω της έκφρασης του προσώπου (Nader et al., 2004). Επιπλέον, οι ίδιοι οι αυτιστικοί νέοι ενδέχεται να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ή να αξιολογήσουν με ακρίβεια τη δική τους εμπειρία πόνου (Duerden et al., 2015).
Προχωρώντας: δοκιμή της θεωρίας και εφαρμογές για την υποστήριξη των αυτιστικών ατόμων
Το παρόν θεωρητικό μοντέλο εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η τρέχουσα διαγνωστική προσέγγιση στον αυτισμό καλύπτει επαρκώς και ρητά τις αισθητηριακές και ιδιαίτερα τις κινητικές (και συναφείς) διαφορές, καθώς φαίνεται να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην αυτιστική εμπειρία. Θα μπορούσε να προταθεί ότι οι κινητικές δυσκολίες είναι επαρκώς συχνές και σημαντικές ώστε να δικαιολογούν την ενσωμάτωσή τους στα διαγνωστικά κριτήρια (Miller et al., 2024).
Ταυτόχρονα, τίθενται σοβαρές ανησυχίες για το κατά πόσο είναι χρήσιμο ή ακόμη και επικίνδυνο να εντοπίζεται η “κοινωνική δυσλειτουργία” αποκλειστικά στο άτομο. Αναδεικνύονται οι περιορισμοί μιας διάγνωσης που βασίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά ενώ εξακολουθεί να απουσιάζει ένας αξιόπιστος βιοδείκτης (Loth, 2023). Εξίσου περιοριστική είναι και η έλλειψη ερευνών που να καταγράφουν τις εμπειρίες των αυτιστικών ατόμων με νοητική αναπηρία (Gibbs et al., 2024).
Απαιτείται περισσότερη συμμετοχική έρευνα και συνεργασία μεταξύ μελών της αυτιστικής κοινότητας και των ερευνητών με στόχο την κατανόηση του αυτισμού ως διάγνωση και κοινωνική κατασκευή (Ratto et al., 2023). Παρόμοιες συνεργασίες μπορούν να ενισχύσουν τη μελέτη της αισθητηριακής επεξεργασίας και να οδηγήσουν στην ανάπτυξη αξιόπιστων μετρήσεων και προσεγγίσεων (Nicolaidis et al., 2020· Gunderson et al., 2023· Williams et al., 2024· He et al., 2023), οι οποίες απουσιάζουν ακόμη και για τα μη αυτιστικά άτομα (Greven et al., 2024).
Η θεώρηση του αυτισμού ως μιας διαρκούς αισθητηριακής-κινητικής νευροδιαφορετικότητας μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσα από διαχρονικές μελέτες, που διερευνούν κατά πόσον οι σχετικές διαφορές (αισθητηριακές, κινητικές, γενικές) αποτελούν πρώιμα νευρολογικά χαρακτηριστικά, ήδη από τη γέννηση. Για παράδειγμα, οι μελέτες μπορούν να επικεντρωθούν:
σε διαφορές στη μάθηση και την κίνηση κατά τη διάρκεια του ύπνου, που σχετίζονται με την πρόγνωση του αυτισμού (Fifer et al., 2010· Denisova & Wolpert, 2024),
σε ιδιοσυγκρασιακές νευρωνικές συνδέσεις που επηρεάζουν την αίσθηση και την κίνηση (Vakorin et al., 2017),
ή σε αποκλίσεις στην αντίληψη της (κοινωνικής) συμπεριφορά που μπορεί να σχετίζονται με δυσκολίες στην κατανόηση κοινωνικών συμβάσεων όπως οι “άγραφοι κοινωνικοί κανόνες” (Balsters et al., 2013· Olson et al., 2023· Myles et al., 2024).
Επιπλέον, περιοχές όπως ο σωματοαισθητηριακός φλοιός, υπεύθυνος για την αίσθηση της αφής και την ιδιοδεκτικότητα, φαίνεται να παρουσιάζουν ιδιαίτερο διαγνωστικό δυναμικό, διακρίνοντας αυτιστικούς και μη αυτιστικούς εγκεφάλους ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας (Chen et al., 2015).
Η πρώιμη αναπτυξιακή “υποχώρηση” στους αυτιστικούς χρήζει επίσης βαθύτερης διερεύνησης, με έμφαση στη διάκριση μεταξύ της απώλειας και της μη εμφάνισης δεξιοτήτων, σύμφωνα και με τις εμπειρίες “παλαιότερων” αυτιστικών ατόμων. Για παράδειγμα, ερωτήματα όπως αν τα μικρά παιδιά που παύουν να μιλούν διατηρούν εσωτερικό λόγο (Alderson-Day & Pearson, 2023) θα μπορούσαν να ρίξουν φως στη διαφορά ανάμεσα στη φαινομενική απώλεια και στη μη έκφραση του λόγου .
Η επιλεκτική αλαλία (Muris & Ollendick, 2021) μπορεί να αποτελεί επεξηγηματικό πλαίσιο για περιπτώσεις φαινομενικά “χαμένου” λόγου ή γλώσσας, ειδικά όταν η έκφραση περιορίζεται λόγω επικοινωνιακών εμποδίων ή συναισθηματικής δυσφορίας. Παρόμοια, το πρώιμο αυτιστικό burnout (Raymaker et al., 2020), η αυτιστική αδράνεια (Buckle et al., 2021· Donnellan et al., 2006), ή ακόμη και η κατατονία (Smith et al., 2025), μπορούν να προσφέρουν ερμηνείες για γενικές αναπτυξιακές δυσκολίες (Baggs, 2005).
Οι διαχρονικές μελέτες μπορούν να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ της λεγόμενης “αναπτυξιακής υποχώρησης” και άλλων μορφών προσωρινής παύσης ή επιβράδυνσης στην ανάπτυξη, που συνδέονται με πιο αργούς ρυθμούς εξέλιξης. Για παράδειγμα, μια διαδικασία αξιολόγηση αυτιστικών χαρακτηριστικών στην ενήλικη ζωή, η οποία έχει συν-σχεδιαστεί μαζί με αυτιστικά άτομα, περιλαμβάνει την ενδοατομική μεταβλητότητα και την, τουλάχιστον προσωρινή, απώλεια δεξιοτήτων ως στοιχεία που ενυπάρχουν στον αυτισμό (Ratto et al., 2023).
Παρομοίως, πολλά αυτιστικά άτομα βιώνουν περιορισμό στις δεξιότητες καθημερινής ζωής μετά το λύκειο ή γύρω στην ηλικία των 30 (Smith et al., 2012· Clarke et al., 2021· Tomaszewski et al., 2025), φαινόμενο στο οποίο ενδέχεται να συμβάλλει η μειωμένη αισθητηριακή ανοχή που σχετίζεται με το αυτιστικό burnout (Raymaker et al., 2020).
Το ερώτημα κατά πόσο κάποιες από τις υποτυπώδεις πρώιμες διαφορές αποτελούν πρώιμες μορφές “καμουφλαρίσματος” αξίζει επίσης περαιτέρω διερεύνησης (Petrolini et al., 2023). Οι εγκεφαλικές διαφορές που παρατηρούνται στα αυτιστικά άτομα πριν εμφανιστούν οι πιο ορατές συμπεριφορικές εκφράσεις του αυτισμού, παρουσιάζουν αναλογίες με άτομα που ενδέχεται να μην πληρούν πλέον τα διαγνωστικά κριτήρια, αλλά συνεχίζουν να εμφανίζουν νευρολογικές (Eigsti et al., 2016), γνωστικές και βιωματικές (Lai et al., 2011) ιδιαιτερότητες.
Αυτά τα άτομα ενδέχεται να καταπιέζουν τις αυθόρμητες εκφράσεις, όπως η κίνηση των χεριών (Padawer, 2014), ή να βιώνουν σημαντικές αλλά αόρατες αισθητηριακές δυσκολίες (Thomas, 2023). Η πρακτική σημασία αυτών των παρατηρήσεων είναι μεγάλη: αυτά τα άτομα συνεχίζουν να διαφέρουν αντιληπτά από τους γύρω τους (Canale et al., 2024), ενώ η πιο “υποτυπώδης” εκδοχή του αυτισμού συχνά συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εκμετάλλευσης (Kapp, 2018b· Libster et al., 2022), ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν περιορισμένη κοινωνική κρίση και ακραία φιλικότητα ή ευαλωτότητα (Orinstein et al., 2015).
Αυτά τα δεδομένα μπορεί να εξηγούν γιατί πολλοί αυτιστικοί άνθρωποι, των οποίων οι διαγνώσεις έχουν αποσυρθεί, δεν αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας ή ευημερίας (Pickles et al., 2020).
Αισθητηριακή υποστήριξη για αυτιστικά άτομα κατά τη διάρκεια και πέρα από τις αλληλεπιδράσεις
Οι δυσκολίες στο επίπεδο των αισθήσεων και της κίνησης έχουν σημαντικές επιπτώσεις για την υποστήριξη των μικρών αυτιστικών παιδιών, όπως το να επιβραδύνουμε τη γλώσσα του σώματος (Lainé et al., 2011; Gepner et al., 2022), και να τους παρέχουμε φίλτρα χρώματος που τους βοηθούν να διαβάζουν λέξεις και ανθρώπους (Ludlow et al., 2012, 2020; Whitaker et al., 2016); να ενθαρρύνουμε τη χρήση εναλλακτικής επικοινωνίας (AAC) και τη γλώσσα (Almirall et al., 2016; Logan et al., 2017), τη χρήση της ανάγνωσης από τα χείλη (Kapp et al., 2019a; Habayeb et al., 2021; Newman et al., 2021), το διαδραστικό στίμινγκ (Sinclair, 2005; Chen, 2024; Morris et al., 2025); να μιμούμαστε τις κινήσεις τους (Nadel, 2015), και να ακολουθούμε μια πιο αποκριτική παρά καθοδηγητική προσέγγιση κατά την αλληλεπίδραση (Kapp, 2018b). Ωστόσο, η ομιλία (Chazin et al., 2024; Schuck et al., 2024) και η οπτική επαφή (Stuart et al., 2023; Garvey et al., 2024) δεν πρέπει να ενθαρρύνονται απαραίτητα.
Μελλοντικές έρευνες μπορούν να εξηγήσουν αν η υπερευαισθησία στην αφή επηρρεάζει (ή τουλάχιστον μετριάζει) τις επιπτώσεις των αναπτυξιακών παρεμβάσεων σε προγράμματα θετικής ανατροφής που ενθαρρύνουν τους γονείς να ακολουθήσουν την καθοδήγηση του παιδιού τους. Η επεξεργασία της αφής αναπτύσσεται πρώτη μεταξύ των αισθητηριακών συστημάτων και οι διαφορές σε αυτήν σχετίζονται με διάφορες νευροαναπτυξιακές διαταραχές (Cascio, 2010), με μια σημαντική (ανάμεσα στις πέντε παραδοσιακές αισθητηριακές κατηγορίες) σχεδόν απόλυτη συχνότητα στα μικρά αδέρφια αυτιστικών παιδιών (Van Etten et al., 2017). Η αποστροφή απέναντι στην κοινωνικό άγγιγμα, είτε με φυσικό τρόπο στο σπίτι (Baranek, 1999) είτε πειραματικά επιβεβαιωμένη από γονείς (Mammen et al., 2015), στα βρέφη προς το τέλος του πρώτου έτους προβλέπει τις εκδηλώσεις και τη διάγνωση του αυτισμού. Αντίθετα, η αναζήτηση της αφής κατά τη βρεφική ηλικία μείωσε την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων αυτισμού στα νήπια, ακόμα και για βρέφη με μειωμένη νευρική προσαρμογή στην αφής (Piccardi et al., 2021; επίσης βλ. Narvekar et al., 2024). Η μείωση της τρυφερής επαφής από τους γονείς προς τα αυτιστικά βρέφη σε απάντηση στο κλάμα (Esposito και Venuti, 2009) ή κατά την αλληλεπίδραση (Apicella et al., 2013) μπορεί να αντανακλά μια προσαρμογή, καθώς τα αυτιστικά παιδιά με υπερευαισθησία στην αφή δείχνουν αμυντική συμπεριφορά στην επαφή, ανεξαρτήτως του ποιος κάνει την επαφή (Cascio et al., 2016; Riquelme et al., 2016).
Οι ποιοτικές, αξιόπιστες σχέσεις μπορεί να ωφελήσουν τα αυτιστικά άτομα με υπερευαισθησία στην αφή (Robledo και Donnellan, 2008, 2016), καθώς τα αυτιστικά άτομα δυσκολεύονται με την απρόβλεπτη επαφή (είτε είναι κοινωνική είτε όχι: Cascio et al., 2015; Duerden et al., 2015; Khan et al., 2015a). Το ιδιαίτερο όφελος (σε σχέση με τα παιδιά-σύγκρισης) της ανταποκρινόμενης αντί της καθοδηγητικής ανατροφής στην θετική κοινωνική αλληλεπίδραση με τα αδέλφια βρεφών αυτιστικών παιδιών (Harker et al., 2016) και στην ανάπτυξη γλώσσας σε αυτιστικά νήπια (Baker et al., 2010), σε διάφορα πλαίσια σχέσεων (γονέας, δάσκαλος ή θεραπευτής: Goods et al., 2013; Mohammadzaheri et al., 2014b; Patterson et al., 2014; Pellecchia et al., 2015), μπορεί εν μέρει να αντανακλά μια λιγότερο επεμβατική επαφή. Πράγματι, η υπερ-ευαισθησία στην αφή μεσολάβησε τη κοινωνική αναστολή και τις μεγαλύτερες δυσκολίες σε ομάδες μεταξύ αυτιστικών ενηλίκων με διανοητική αναπηρία σε ιδρυματικές συνθήκες (Lundqvist, 2015).
Διαφορετικές πεποιθήσεις για την ανάπτυξη των αυτιστικών ατόμων έχουν ιστορικά προκαλέσει θλίψη στις οικογένειες αυτών, και απειλούν να επαναλάβουν τη ζημιά αν οι φροντιστές θεωρούν τον αυτισμό ώς κάτι ξένο προς το παιδί τους (Broderick και Ne'eman, 2008; Sarrett, 2011). Η ψευδής πεποίθηση ότι οι “ψυχρές μητέρες-ψυγεία” προκαλούν τον αυτισμό κατέστρεψε οικογένειες και έστειλε αυτιστικά άτομα σε ιδρύματα (Kapp, 2022). Παραδόξως, τα παιδιά που μεγάλωσαν σε υποβαθμισμένα ορφανοτροφεία (Rutter και Sonuga-Barke, 2010) ή που υιοθετήθηκαν μετά από κακοποίηση από φροντιστές (Green J. et al., 2016) είναι πολύ πιο πιθανό να πληρούν τα κριτήρια για τον αυτισμό, αν και οι πρωτοπόροι του πεδίου του αυτισμού έχουν περιγράψει αυτήν την περίπτωση ως “ημι-αυτισμό” λόγω αυτής της ιστορίας και της πεποίθησης ότι ο αυτισμός είναι σχετικά οργανικός (Rutter και Pickles, 2016). Πολλά από αυτά τα παιδιά ενδέχεται να έχουν αμυντικότητα στην επαφή που προκλήθηκε από το περιβάλλον λόγω κοινωνικής στέρησης (έλλειψη αξιόπιστης, καταπραϋντικής επαφής), αλλά αυτές οι ενδείξει αυτισμού μειώνονται όταν υιοθετούνται σε ένα φροντιστικό περιβάλλον (Rutter και Pickles, 2016). Παρομοίως, άτομα με συγγενή τύφλωση πληρούν δυσανάλογα συχνά τα διαγνωστικά κριτήρια για αυτισμό, αλλά πολλά παρουσιάζουν ασυνήθιστες ή πιο ήπιες ενδείξεις που συχνά μειώνονται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου (Hobson και Lee, 2010; Jure et al., 2016), πιθανώς αντικατοπτρίζοντας τη μάθηση της αποτελεσματικής επεξεργασίας της αφής μέσω της εξάρτησης από αυτήν όπως κάνουν συχνά τα άτομα με τύφλωση (Legge et al., 2008; Wan et al., 2010). Οι έμφυτες διαφορές των αυτιστικών παιδιών στην αφή μπορεί να μοιάζουν με αυτές των άλλων νευρολογικών ή περιβαλλοντικών καταστάσεων, αλλά η διαφορετική αιτία και λειτουργία τους απαιτούν ειδική προσαρμογή.
Με την αύξηση των πρώιμων παρεμβάσεων που βασίζονται σε μοντέλα θετικής ανατροφής πριν τα βρέφη εμφανίσουν πολλά σημάδια αυτισμού, ο τομέας του αυτισμού κινδυνεύει να επιστρέψει στην εποχή των “μητέρων-ψυγείων” (βλ. Kapp, 2018a). Αυτές οι μελέτες είχαν περιορισμένη επίδραση (McGlade et al., 2023), αλλά μια μελέτη κέντρισε την προσοχή χρησιμοποιώντας τίτλο που λανθασμένα υπαινίχθηκε πως ο αυτισμός θα μπορούσε να προληφθεί (Whitehouse et al., 2021; βλ. Dwyer et al., 2021). Πολλοί αυτιστικοί άνθρωποι και γονείς δεν επιθυμούν αυτές τις μεταγενέστερες παρεμβάσεις που προσπαθούν να περιορίσουν τα χαρακτηριστικά του αυτισμού ή να εφαρμόσουν συμπεριφορικές προσεγγίσεις (Bent et al., 2024; Sulek et al., 2024), αν και πολλοί γονείς τις θεωρούν ωφέλιμες ακόμα και για τα μη αυτιστικά παιδιά (Washington et al., 2024) και ζητούν γενετικές εξετάσεις εξαιτίας του στίγματος (Fischbach et al., 2016).
Το κίνημα της νευροδιαφορετικότητας προσπαθεί να βοηθήσει τους γονείς να αποδεχτούν και να υποστηρίξουν τα παιδιά τους στην αξιοποίηση του αυτισμού με θετικό και αυθεντικό τρόπο, χωρίς την αναίτια ενοχή για την αιτία του αυτισμού (Kapp, 2022). Ο συνιδρυτής του κινήματος, Jim Sinclair, ενθάρρυνε τους γονείς να μάθουν τη γλώσσα του παιδιού τους (Sinclair, 1993; Pripas-Kapit, 2020), κάτι που υποστηρίζεται καθολικά στην κοινότητα του αυτισμού (Kapp et al., 2013). Οι αυτιστικοί άνθρωποι υποστηρίζουν την πρώιμη διάγνωση αν αυτή βοηθά τους γονείς να αποδεχτούν το παιδί τους (Vanaken, 2023; Riccio et al., 2021). Σίγουρα, η αποδοχή της διάγνωσης του αυτισμού από τους γονείς και η κατανόηση των προοπτικών του παιδιού τους βοηθά τους γονείς να αλληλεπιδράσουν και να συνδεθούν μαζί του (Kapp, 2018b; Di Renzo et al., 2020) και τους φροντιστές αυτιστικών βρεφών να μην εμφανίζουν μειωμένη ανταπόκριση (Wan et al., 2019). Είναι πιο πιθανό να διατηρούν αποκριτική στάση απέναντι σε βρέφη με μεγαλύτερες αισθητηριακές και κινητικές διαφορές (Campi et al., 2024; Ke et al., 2025), ίσως επειδή αναγνωρίζουν τις ενδείξεις υπερευαισθησίας στην αφή.
Εφαρμογές της θεωρίας σε διαφορετικές αυτιστικές υποομάδες (π.χ. μη λεκτικοί, πολλαπλά νευροποικιλιακοί, νευροτυπικός πληθυσμός)
Αν και οι αυτιστικοί άνθρωποι αποτελούν μια εξαιρετικά ποικιλόμορφη ομάδα, αυτή η προσέγγιση φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική για άτομα που πληρούν και τα τέσσερα κριτήρια των περιορισμένων και επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών (RRBI) στην υφιστάμενη διαγνωστική περιγραφή του αυτισμού, καθώς και τα τρία βασικά κριτήρια κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας. Τα άτομα αυτά πιθανώς παρουσιάζουν διαφορές στη λειτουργία των αισθητηριακών και κινητικών τους συστημάτων (Miller et al., 2014· Lord et al., 2015).
Για να διατηρεί ο αυτισμός το κύρος και τη συνοχή του ως έννοια, τα βασικά του συστατικά πρέπει να σχετίζονται με ουσιαστικό τρόπο με την εμπειρία κάποιων ατόμων. Το συγκεκριμένο μοντέλο φαίνεται να είναι πιο κατάλληλο για αυτιστικά άτομα με περιορισμένη ή μη τυπική λεκτική έκφραση, την κύρια ομάδα εστίασης της αισθητηριακής-κινητικής προσέγγισης (Kapp, 2024).
Αυτιστικά άτομα με γενετικά σύνδρομα και συνυπάρχουσες νοητικές αναπηρίες ενδέχεται να εμφανίζουν μειωμένη αισθητηριακή υπερευαισθησία (Hudac et al., 2024). Ωστόσο, το κατά πόσο αυτό αντανακλά καταστάσεις νευρολογικής απενεργοποίησης, αδράνειας ή κατατονίας παραμένει αντικείμενο περαιτέρω μελέτης.
Η θεωρία αυτή είναι επίσης εφαρμόσιμη σε αυτιστικά άτομα με πολλαπλές νευροαναπτυξιακές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, τα αυτιστικά άτομα με ΔΕΠΥ (ADHD) τείνουν να παρουσιάζουν εντονότερες αισθητηριακές αποκλίσεις σε σχέση με τα αυτιστικά άτομα χωρίς ΔΕΠΥ, με τον αυτισμό να συνδέεται με ενισχυμένη αισθητηριακή αντίληψη, υπερευαισθησία και μειωμένες κινητικές δεξιότητες (Skaletski et al., 2024· βλ. και Surgent et al., 2024).
Αυτιστικά άτομα με ή χωρίς εγκεφαλική παράλυση παρουσιάζουν πρόσθετα μοτίβα μυϊκής υποτονίας, αλλά γενικά διαθέτουν αρκετά ικανοποιητικές ικανότητες βάδισης (Ming et al., 2007· Kirby et al., 2011· Christensen et al., 2014· Bishop et al., 2016).
Τέλος, οι κωφοί αυτιστικοί άνθρωποι παρουσιάζουν αντιστοιχία με τους αυτιστικούς που ακούν, όσον αφορά τις οπτικές ικανότητες (Maljaars et al., 2011), τις πιθανές αδυναμίες στις λεπτές κινητικές δεξιότητες (Seal & Bonvillian, 1997· Shield & Meier, 2012), καθώς και τις συχνά υποτιμημένες κοινωνικές-γνωστικές τους δεξιότητες (Shield et al., 2016).
Οι λεπτομέρειες αυτών των μελετών αντικατοπτρίζουν μια σύνθεση κυρίως Δυτικών, Εκπαιδευμένων, Βιομηχανικών, Πλούσιων και Δημοκρατικών (WEIRD) κοινωνιών (Henrich et al., 2010), αντανακλώντας τόσο την κατάσταση του τομέα του αυτισμού όσο και την ίδρυση του κινήματος της νευροποικιλότητας (Nair et al., 2024). Οι αναπτυξιακοί “σταθμοί” και τα κοινωνικά πρότυπα είναι πολιτισμικά σχετικά, ακόμα και στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων (Karasik & Robinson, 2022), και τα παιδιά σε κοινωνίες με εντυπωσιακά διαφορετικές πρακτικές μπορεί να αποκτούν κινητικές δεξιότητες και εμπειρίες σε διαφορετικούς χρόνους, ενώ τελικά καταλήγουν σε παρόμοιες λειτουργικές ικανότητες (Karasik et al., 2023).
Προς την κατανόηση, αποδοχή και υποστήριξη των αυτιστικών ανθρώπων
Αν και καμία θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τον αυτισμό (Happé et al., 2006), το παρόν άρθρο προσπάθησε να συνθέσει πώς οι αισθητηριακές και κινητικές διαφορές μπορεί να βοηθήσουν στην απόδειξη ότι ο αυτισμός αποτελεί μια διαρκή νευροαναπτυξιακή διαφοροποίηση και όχι μια διαταραχή κοινωνικής επικοινωνίας, αν και οι εκδηλώσεις του μπορεί να αλλάζουν δραματικά με την πάροδο του χρόνου. Ενώ η βαθιά ενασχόληση με αυτή τη βιβλιογραφία ξεπερνά το πεδίο του παρόντος άρθρου, η θεωρία συμφωνεί με την άποψη ότι οι αυτιστικοί άνθρωποι και ενδιαφέρονται για τις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και αντιμετωπίζουν και εγγενείς δυσκολίες, όπως η αισθητηριακή υπερφόρτωση και οι παρεξηγήσεις από τους άλλους (ιδίως μη αυτιστικούς ανθρώπους), οι οποίες μερικές φορές καθιστούν δύσκολη την αλληλεπίδραση μαζί τους (Kapp, 2013; Murray et al., 2023). Η καλύτερη κατανόηση, ιδιαίτερα σε νευροεπιστημονικό επίπεδο, μπορεί να ενισχύσει την ικανότητά μας να παρέχουμε την αναγνώριση και την υποστήριξη που χρειάζονται οι αυτιστικοί άνθρωποι.
[ Συνεχίζεται στο 1ο και το 2ο Μέρος ]
ΣτΜ
Η επιμέλεια αυτού του άρθρου στην ελληνική γλώσσα στοχεύει στην ενίσχυση της ουσιαστικής συμπερίληψης των αυτιστικών και άλλων νευροδιαφορετικών ατόμων στην ακαδημαϊκή έρευνα και την επικοινωνία της, και την καλλιέργεια ενός κριτικού αναστοχασμού πάνω στην αντικειμενικότητά της όσον αφορά τον αυτιστικό πληθυσμό και άλλες νευρομειοψηφίες.
Bottom-up processing
Η επεξεργασία “απο κάτω προς τα πάνω” στον αυτισμό σημαίνει ότι το άτομο αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται πρώτα τις λεπτομέρειες, τα συγκεκριμένα αισθητηριακά ή πληροφοριακά ερεθίσματα, πριν καταλήξει σε γενικό συμπέρασμα ή “νόημα”.
Το αυτιστικό άτομο ξεκινά από το “κάτω” , δηλαδή από το τι βλέπει, ακούει, αισθάνεται, χωρίς να φιλτράρει ή να “στρογγυλεύει” τις πληροφορίες.
Το μυαλό του δεν “πηδάει” κατευθείαν στο γενικό ή στο πλαίσιο (context), όπως συμβαίνει συχνότερα σε νευροτυπικά άτομα (που λειτουργούν πιο “top-down”).
Μπορεί να δει και να παρατηρήσει πράγματα που άλλοι δεν προσέχουν, αλλά να δυσκολευτεί να εντάξει γρήγορα τις πληροφορίες στο “μεγάλο πλαίσιο”.
Δεν σημαίνει έλλειψη νοημοσύνης ή ενσυναίσθησης. Σημαίνει διαφορετική γνωστική προσέγγιση: πρώτα αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει πραγματικά (ακατέργαστα δεδομένα), μετά προσπαθούν να βγάλουν νόημα.
Share this post