Το άρθρο “Sensory–movement underpinnings of lifelong neurodivergence: getting a grip on autism” του Steven K. Kapp προσεγγίζει τη διαφορετικότητα του αυτισμού μέσα από μια πιο ολοκληρωμένη και ανθρωποκεντρική οπτική.
Η μελέτη αυτή, όπως δημοσιεύθηκε στο journal “Frontiers in Integrative Neuroscience” που εξερευνά πώς οι λειτουργίες του εγκεφάλου ενοποιούνται για να παράγουν σύνθετη συμπεριφορά, αναλύει πώς οι νευρολογικές και αισθητηριακές διαφορές διαμορφώνουν την αυτιστική εμπειρία και ταυτόχρονα εξετάζει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που προκύπτουν μέσα από τις διαφορές. Υπογραμμίζει την ανάγκη για μια υποστηρικτική και ενσυναισθητική προσέγγιση που να προάγει την θετική αξιοποίηση αυτών των διαφορών και να ενισχύει την ενεργή συμμετοχή των αυτιστικών ατόμων μέσα στην κοινωνία.
▶️Στο βίντεο θα βρεις την επεξεργασμένη και συντομευμένη εκδοχή του.
👇Εδώ θα βρείς μια απόδοσή του στα ελληνικά.
Αν και η διάγνωση του αυτισμού συνήθως επικεντρώνεται στα “ελλείμματα” των αυτιστικών ατόμων στην επικοινωνία και τις κοινωνικές δεξιότητες, το άρθρο αυτό, βασιζόμενο σε εκτεταμένα ερευνητικά δεδομένα, προτείνει κάτι διαφορετικό: ότι στην πραγματικότητα, το θεμέλιο του αυτιστικού τρόπου ύπαρξης είναι οι αισθητηριακές και κινητικές διαφορές. Παράλληλα, αμφισβητεί την ιδέα της “αυτιστικής υποτροπής”, παρουσιάζοντας στοιχεία που δείχνουν ότι τα αισθητηριοκινητικά χαρακτηριστικά είναι παρόντα από τη γέννηση και λειτουργούν ως πρώιμες ενδείξεις αυτισμού. Αυτές οι διαφορές φαίνεται να επηρεάζουν και τις συμπεριφορές που τελικά αναγνωρίζονται διαγνωστικά, οι οποίες συχνά είναι είτε τρόποι προσαρμογής στις έμφυτες αυτιστικές διαφορές είτε παρεξηγήσεις από το (μη-αυτιστικό) περιβάλλον τους.
Οι αισθητηριοκινητικές αντιληπτικές διαφορές είναι κομμάτι της καθημερινής εμπειρίας των αυτιστικών ατόμων, αλλά συχνά περνούν απαρατήρητες από τους μη αυτιστικούς ανθρώπους. Αυτές οι διαφορές επηρεάζουν από νωρίς τη συμπεριφορά και την επικοινωνία, μέσα από παράγοντες όπως η σωματική-αισθητηριακή μάθηση, η αυτόματη μίμηση, η οπτική επαφή, η αισθητηριακή αντίληψη και τα ενδιαφέροντα. Το άρθρο εξηγεί επίσης πώς η επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων μπορεί να επηρεάζει τον τρόπο που το άτομο περιορίζει την προσοχή του σε ό,τι έχει άμεση σημασία γύρω του (perceptual narrowing), ακολουθώντας έναν τρόπο επεξεργασίας πληροφοριών από-κάτω-προς-τα-πάνω (bottom-up).
Αυτή η διαδικασία δείχνει να συνδέεται με την περιορισμένη αισθητηριακή ολοκλήρωση μέσα από τους βρόχους ανατροφοδότησης στον αυτιστικό εγκέφαλο, όπου πιθανά εμπλέκεται και η παρεγκεφαλίδα. Το άρθρο στη συνέχεια αναδεικνύει το πώς αυτές οι έμφυτες νευροφυσιολογικές διαφορές επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των αυτιστικών ανθρώπων και προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο κατανόησης του αυτισμού όχι ως μια απλή “λίστα ελλειμμάτων” αλλά ως έναν τρόπο ύπαρξης με μοναδικές προκλήσεις και δυνατότητες, συμπεριλαμβάνοντας και ικανότητες που συχνά υποτιμώνται, όπως η ενσυναίσθηση και η αντίληψη του πόνου.
Η θεωρία φαίνεται να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση της εμπειρίας αυτιστικών γυναικών και κοριτσιών, των ατόμων με ατυπική ομιλία, αυτιστικών ατόμων που έχουν και ΔΕΠΥ, αλλά και ανθρώπων με άλλες συνυπάρχουσες αισθητηριακές ή κινητικές νευροδιαφορετικότητες. Σε όλο το κείμενο, η επιχειρηματολογία στηρίζεται σε κλινικά, νευρολογικά και βιωματικά δεδομένα, τα οποία δείχνουν ότι αυτές οι αισθητηριακές και κινητικές διαφορές υφίστανται δια βίου. Έτσι, αμφισβητείται έντονα η ιδέα ότι “κάποιος ξεπερνάει” τον αυτισμό ή “χάνει” τη διάγνωση. Αντίθετα αναδεικνύεται το φαινόμενο της αυτιστικής συγκάλυψης (camouflaging/masking) —μια στρατηγική προσαρμογής που μπορεί να μοιάζει επιτυχημένη εξωτερικά, αλλά είναι συχνά επισφαλής και κοστίζει ακριβά στο ίδιο το άτομο που την υιοθετεί.
Εισαγωγή
Ο τρόπος που έχει οριστεί ο αυτισμός από τα μη αυτιστικά άτομα, με έμφαση κυρίως σε ελλείμματα στην κοινωνική συμπεριφορά, παραβλέπει σημαντικές πλευρές, όπως το γεγονός ότι οι νευρολογικές διαφορές υπάρχουν πριν ακόμη κάποιος πληροί τα επίσημα διαγνωστικά κριτήρια (Dawson et al., 2023) και συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα κι όταν κάποια άτομα μαθαίνουν να καμουφλάρουν με masking τα αυτιστικά χαρακτηριστικά τους (Eigsti et al., 2016). Αν και η διάγνωση στηρίζεται κυρίως στις παρατηρήσεις των μη αυτιστικών ανθρώπων, μόνο τα αυτιστικά άτομα έχουν την εξειδικευμένη γνώση της άμεσης, βιωμένης εμπειρίας, και μάλιστα πολλά παρουσιάζουν μια ενισχυμένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη κατανόηση του αυτισμού (Gillespie-Lynch et al., 2017).
Ενώ η επίσημη διάγνωση βασίζεται στη συμπεριφορά, τα αυτιστικά άτομα είναι πιο πιθανό να περιγράφουν τον αυτισμό ως κάτι βαθύτερο, συνδεδεμένο με τη γνωστική λειτουργία ή τη βιολογία (Gillespie-Lynch et al., 2017). Ταυτόχρονα, ενώ ο αυτισμός συχνά ορίζεται παθολογικά μέσα από ελλείψεις, οι αυτιστικοί άνθρωποι τείνουν να τον βλέπουν με έναν πιο ολιστικό τρόπο (Gillespie-Lynch et al., 2017). Η έμφαση της διάγνωσης στην κοινωνική συμπεριφορά και επικοινωνία τείνει να αποδίδει την “δυσλειτουργία” αποκλειστικά στο άτομο, παραβλέποντας ότι κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση είναι αμφίδρομη, δηλαδή συμβαίνει πάντα μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων (Kapp, 2013). Αντίθετα, το μοναδικό μέτρο αξιολόγησης αυτιστικών χαρακτηριστικών που έχει αναπτυχθεί σε συνεργασία με την ίδια την αυτιστική κοινότητα δείχνει ότι τα μόνα καθολικά χαρακτηριστικά είναι η έντονη αισθητηριακή επεξεργασία και η ικανοποίηση από επαναλαμβανόμενες κινήσεις ή ενέργειες (Ratto et al., 2023).
Αντίστοιχα, οι εμπειρίες αυτιστικών ενηλίκων έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση μιας θεώρησης του αυτισμού ως κατάστασης που βασίζεται σε ένα “αισθητηριακό σύστημα”, ένα σύστημα που επηρεάζει τη συνολική αντίληψη, ενώ παράλληλα η εσωτερική τάση για δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεω συχνά εμποδίζεται από την παρερμηνεία των αυτιστικών αναγκών από μη αυτιστικά άτομα (Murray et al., 2023; Milton and Green, 2024). Το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι οι νευρολογικά θεμελιωμένες αισθητηριακές και κινητικές διαφορές βρίσκονται στον πυρήνα του αυτισμού από τη γέννηση και παραμένουν σε όλη τη ζωή, μέσω μηχανισμών όπως η μειωμένη αντιληπτική εστίαση (perceptual narrowing) σε επανειλημμένα αισθητηριακά ερεθίσματα (Lewkowicz and Ghazanfar, 2009; Hadad and Yashar, 2022). Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί τα αυτιστικά άτομα συχνά βρίσκουν ασφάλεια και παρηγοριά μέσα στην οικειότητα.
Αυτή η θεωρία αμφισβητεί τις παραδοσιακές αντιλήψεις ότι κάποιοι άνθρωποι “παλινδρομούν στον αυτισμό” ή “τον ξεπερνούν” και τονίζει τη σημασία της υποστήριξης των αυτιστικών ατόμων ώστε να αναπτύξουν τις διαφορές και τις αναπηρίες τους με θετικό τρόπο, ως κοινωνικά διαφορετικά άτομα και όχι ως ελλειμματικά.
«Αυτιστική παλινδρόμηση» ή αυτιστική ανθεκτικότητα; Αντιμετωπίζοντας τις αισθητηριοκινητικές διαφορές
Η ανάπτυξη είναι μια δυναμική και όχι απαραίτητα σταθερή ή γραμμική διαδικασία. Η “απώλεια δεξιοτήτων που είχαν προηγουμένως αποκτηθεί, χωρίς να υπάρχει κάποια εγκεφαλική βλάβη ή άλλο τραυματικό γεγονός” (Zhang et al., 2019, σ. 4) αποτελεί γενικότερα μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, ακόμα και στη βρεφική ηλικία (Thelen και Spencer, 1998· Thelen, 2005· Brignell et al., 2017· Zwaigenbaum, 2019). Για παράδειγμα, τα νεογέννητα διαθέτουν ήδη κάποιες ενστικτώδεις κινήσεις βάδισης που μετά από λίγους μήνες φαίνεται να τις “χάνουν”, επειδή δεν μπορούν ακόμα να υποστηρίξουν το βάρος του σώματός τους (Thelen, 1995· Thelen και Fisher, 1982).
Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στη θεωρία των δυναμικών συστημάτων της Esther Thelen, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη προκύπτει μέσα από αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και δεν είναι ούτε συνεχής ούτε προβλέψιμη (Spencer et al., 2006). Από αυτήν την αντίληψη αντλεί έμπνευση και η αισθητηριοκινητική θεώρηση του αυτισμού (Donnellan και συνεργάτες 2010, 2013), οι οποίοι όρισαν τον αυτισμό ως “διαφορές στην αισθητηριοκινητική λειτουργία που επηρεάζουν την έναρξη, παύση, εκτέλεση, τον συνδυασμό ή την εναλλαγή ενεργειών, σκέψεων, συναισθημάτων και λόγου” (Donnellan et al., 2010).
Η συγκεκριμένη θεωρία αποτέλεσε τη μοναδική νευρογνωστική προσέγγιση του αυτισμού που παρουσιάστηκε στο πρώτο ειδικό τεύχος του Disability Studies Quarterly που είναι αφιερωμένο στην έννοια της νευροδιαφορετικότητας, με τη συμμετοχή πρωτοπόρων αυτιστικών ακτιβιστών και ερευνητών1. Βασισμένη σε εσωτερικά τεκμήρια, όπως η βιωμένη εμπειρία των αυτιστικών ατόμων και τα δεδομένα της νευροεπιστήμης, αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει ότι η εξωτερική συμπεριφορά μπορεί να μην αντανακλά με πιστότητα τις εσωτερικές προθέσεις ενός ατόμου και μπορεί εύκολα να παρερμηνευτεί. Στόχος της είναι η πρακτική εφαρμογή υποστηρικτικών προσαρμογών στις διαπροσωπικές σχέσεις με αυτιστικά άτομα (Leary και Donnellan, 2012· Kapp, 2024).
Παράλληλα με την αποδοχή της ασυνέχειας και της μη γραμμικότητας στην ανάπτυξη, φαίνεται (Donnellan, 2008) ότι οι βασικοί τουλάχιστον του μηχανισμοί του αυτισμού είναι παρόντες ήδη από τη γέννηση, καθώς ακόμη και τα νεογέννητα χρειάζονται συντονισμό και συγχρονισμό για να αλληλεπιδράσουν με το περιβάλλον τους. Μάλιστα, οι αυθόρμητες κινήσεις βρεφών μόλις δύο ημερών έχουν συσχετιστεί με συμπεριφορές που συνδέονται με τον αυτισμό αργότερα στην παιδική ηλικία (Doi et al., 2023). Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τα βρέφη εξακολουθούν να διαθέτουν το αντανακλαστικό της βάδισης, αλλά το εκδηλώνουν λιγότερο λόγω περιορισμένου οπτικού ελέγχου (Barbu-Roth et al., 2015).
Αντίστοιχα, όταν αυτιστικά βρέφη ή νήπια φαίνεται να “χάνουν” δεξιότητες, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ήταν εξαρχής αυτιστικά — ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη και τις διαφορές τους στην επεξεργασία και την ενσωμάτωση αισθητηριακών και κινητικών εμπειριών.
Το υφιστάμενο, εμπειρικά θεμελιωμένο πλαίσιο, που περιγράφει τα αυτιστικά άτομα ως, όπως εύστοχα το έθεσε η Lady Gaga, “γεννημένα έτσι”, δεν αρνείται την εμφάνιση των (συχνά προσωρινών) αναπτυξιακών υφέσεων που βιώνουν πολλά αυτιστικά άτομα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι πολλές από τις συμπεριφορές που γίνονται πιο εμφανείς αποτελούν μηχανισμούς προσαρμογής, οι οποίοι υποδεικνύουν ανθεκτικότητα απέναντι σε προκλητικά (αλλά συχνά πολύ έντονα) αισθητηριακά ερεθίσματα. Το πλαίσιο αυτό βασίζεται σε μακροχρόνια δεδομένα που δείχνουν ότι οι διαφορές στις αισθήσεις, την κίνηση και την προσοχή γενικότερα (οι οποίες πιθανώς σχετίζονται με διαφορές στην οπτική ή στις κινήσεις των ματιών· Bellocchi et al., 2017) αποτελούν τις πρώιμες εκδηλώσεις του αυτισμού (Gliga et al., 2014· Gallagher και Varga, 2015· Sacrey et al., 2015· Tanner και Dounavi, 2021). Αυτές οι ενδείξεις αμφισβητούν θεωρίες που εστιάζουν στα κοινωνικά στοιχεία και αποδίδουν τον αυτισμό σε διαφορές στην κοινωνική προσοχή, τα κίνητρα ή τη γνωστική λειτουργία (Rogers, 2009· Johnson, 2014· Falck-Ytter και Bussu, 2023). Πράγματι, τα αυτιστικά νεογνά δεν εμφανίζουν διαφορές στην κοινωνική προσοχή (Karmel et al., 2010· Cleary et al., 2023), αλλά παρουσιάζουν συμπεριφορικές, φυσιολογικές και νευρολογικές διαφορές σχετικές με την αίσθηση και την κίνηση, καθώς και με την προσοχή γενικότερα, όπως η υπερ-εστίαση ή hyperfocus (Cohen et al., 2013· Lucas και Cutler, 2015· Pineda et al., 2015· Miron et al., 2016· Ure et al., 2016· Liu et al., 2019· Cook et al., 2023· Doi et al., 2023· Tsang et al., 2024).
O όρος “αυτιστική παλινδρόμηση” με τη σημερινή του έννοια (Rapin,1995), περιγράφει τον αυτισμό ως μία κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακές διαφορές οι οποίες αναδύονται με την πάροδο του χρόνου, δίνοντας έμφαση στις επίμονες κινητικές προκλήσεις. Ορισμένοι γονείς, ωστόσο, αντιλαμβάνονται την “αυτιστική παλινδρόμηση” ως μια ξαφνική εμφάνιση αυτιστικών χαρακτηριστικών σε παιδιά που μέχρι τότε φαινόταν ότι αναπτύσσονται τυπικά (Rapin, 1995), συχνά αποδίδοντας αυτή την αλλαγή σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως τα εμβόλια (Davidovitch et al., 2000). Το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα από τα πολλά πεδία διαφωνίας μεταξύ γονέων και επιστημόνων σχετικά με την αιτιότητα και την υποστήριξη του αυτισμού (Fischbach et al., 2016).
Ωστόσο, οι αφηγήσεις των γονέων παρουσιάζουν μικρή συσχέτιση με τα πραγματικά ευρήματα από βίντεο που έχουν τραβηχτεί στο σπίτι, από άμεσες αξιολογήσεις αλλά και από διαχρονικές μελέτες (Ozonoff et al., 2011· Pearson et al., 2018). Οι γονείς συχνά δεν αντιλαμβάνονται λεπτές πρώιμες διαφορές ή καθυστερήσεις (Ozonoff et al., 2010, 2015), που περιλαμβάνουν αισθητηριακές και κινητικές διαφορές παρατηρήσιμες στα οικιακά βίντεο (Zappella et al., 2015· Paolucci et al., 2023). Για παράδειγμα, τα αυτιστικά βρέφη στους 6 μήνες μπορεί να χαμογελούν εξίσου με τα μη αυτιστικά συνομήλικά τους, αλλά το χαμόγελό τους να μην εξαρτάται τόσο από τις επικοινωνιακές συμπεριφορές των γονέων τους (Lambert-Brown et al., 2015). Παρομοίως, πρώιμα βίντεο δείχνουν αυξημένη κοινωνική ανταπόκριση (Kaufman et al., 2022) ή μειωμένη οπτική επαφή· και η επαρκής κοινωνική ανταπόκριση σε πρώιμο στάδιο σχετίζεται με χαμηλότερη πιθανότητα πλήρωσης των διαγνωστικών κριτηρίων του αυτισμού αργότερα (Clifford et al., 2013· Wagner et al., 2018).
Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι τα περισσότερα αυτιστικά άτομα εμφανίζουν λιγότερο τυπικές συμπεριφορές (π.χ. μειωμένη οπτική επαφή, μειωμένη χρήση χειρονομιών ή ομιλίας, αυξημένες επαναληπτικές αισθητηριοκινητικές συμπεριφορές/stimming) από τη βρεφική έως τη νηπιακή ή πρώιμη παιδική ηλικία, με τις αλλαγές να έρχονται σταδιακά (Ozonoff et al., 2015· Bacon et al., 2018· Ozonoff και Iosif, 2019).
Ένα ιστορικό πρώιμης παλινδρόμησης στην ομιλία δεν προβλέπει απαραίτητα μεγαλύτερες δυσκολίες στην ομιλία μακροπρόθεσμα για τα αυτιστικά άτομα, σε σύγκριση με συνομήλικούς τους χωρίς παρόμοιο ιστορικό. Μέχρι τη μέση παιδική ηλικία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή, τα παιδιά αυτά αποκτούν συνήθως δεξιότητες κατανόησης της γλώσσας συγκρίσιμες με των άλλων αυτιστικών παιδιών (Pickles et al., 2022· Prescott και Ellis Weismer, 2022). Μάλιστα, στην εφηβεία και την πρώιμη ενήλικη ζωή, τα άτομα με πρώιμη παλινδρόμηση στην ομιλία μπορεί να παρουσιάσουν μεγαλύτερη αύξηση στον δείκτη νοημοσύνης (Simonoff et al., 2020).
Αν και τα αυτιστικά άτομα χωρίς διανοητική αναπηρία και με ιστορικό παλινδρόμησης αποκτούν συνήθως ευχέρεια στον λόγο πριν την ενηλικίωση (Gagnon et al., 2021), η παραγωγή λόγου ενδέχεται να υπολείπεται της κατανόησής του κατά την παιδική ηλικία (Pickles et al., 2022), γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει υψηλότερα ποσοστά απραξίας λόγου (ζητήματα συντονισμού στην εκφορά της ομιλίας: Tierney et al., 2015· Vashdi et al., 2021· Maffei et al., 2023). Οι κινητικές δυσκολίες, όπως η απραξία λόγου, φαίνεται να επηρεάζουν ιδιαίτερα τα αυτιστικά άτομα που δεν μιλούν (Belmonte et al., 2013· Chenausky et al., 2019· Chen et al., 2024b· Maffei et al., 2024).
Η χρήση Συστημάτων Εναλλακτικής και Επαυξητικής Επικοινωνίας (AAC), όπως οι συσκευές παραγωγής λόγου, μπορεί να βοηθήσει τα υπο-λεκτικά (που μιλούν λίγο) αυτιστικά άτομα να αναπτύξουν επικοινωνιακές δεξιότητες (Kasari et al., 2014· Almirall et al., 2016· Logan et al., 2017), αξιοποιώντας τα ισχυρά τους οπτικά πλεονεκτήματα και ενισχύοντας τον λεπτό κινητικό έλεγχο. Πράγματι, τα αντιληπτικά πλεονεκτήματα που εμφανίζουν άτομα με μη τυπική εξέλιξη της ομιλίας μπορεί να ενισχύσουν τον έλεγχο του φωνητικού τόνου (Sharda et al., 2010), των κινήσεων των χεριών (Barbeau et al., 2015· Fuentes et al., 2010) και των οφθαλμικών κινήσεων (Takarae et al., 2004), συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της γλώσσας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της ομιλίας. Παράλληλα, ενδέχεται να προκύπτουν επιλεκτικά γνωστικά πλεονεκτήματα, σε σχέση με άλλα αυτιστικά αλλά και με μη αυτιστικά άτομα (Kapp και Gudknecht, υπό αξιολόγηση).
Εννοιολογικές και εμπειρικές βάσεις των διαφορών στην αισθητηριακή και κινητική αντίληψη: οι καταβολές του αυτισμού
Οι διαφορές στην αισθητηριοκινητική αντίληψη φαίνεται ότι οδηγούν τα αυτιστικά άτομα σε μια διαφορετική πορεία ανάπτυξης από τις πρώτες κιόλας στιγμές της ζωής τους. Η κλασική θεωρία του Piaget για τη γνωστική ανάπτυξη, που διατυπώθηκε τη δεκαετία του 1930, όρισε τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής ως την αισθητηριακή-κινητική φάση (Beilin και Fireman, 1999; Mostofsky και Ewen, 2011· βλέπε Bussu et al., 2021). Τα αυτιστικά βρέφη φαίνεται να εμφανίζουν σχετικά ενισχυμένες αισθητηριακές, και ίσως σπανιότερα κινητικές, ικανότητες, πρωτού εμφανιστεί αυτό που οι παρατηρητές συχνά περιγράφουν ως “στασιμότητα” ή “πτώση”, όταν ο αυτισμός γίνεται πιο εμφανής στο νηπιακό στάδιο (Nyström et al., 2018; Bussu et al., 2021; Fish et al., 2021; Tan et al., 2021· βλέπε επίσης Wolff et al., 2012, 2015).
Ο Piaget είχε προτείνει ότι το παιδί χρειάζεται να κατακτήσει πλήρως κάθε φάση ανάπτυξης πριν προχωρήσει στην επόμενη. Ωστόσο, τα αυτιστικά άτομα μπορούν γενικά να μαθαίνουν νέες κινήσεις παρόμοια με τα μη αυτιστικά, αν και χρησιμοποιούν διαφορετικούς (λιγότερο αυθόρμητους) μηχανισμούς, οι οποίοι απαιτούν μεγαλύτερη προσπάθεια και συγκέντρωση (Mostofsky και Ewen, 2011; Lidstone και Mostofsky, 2021).
Επιπλέον, τα αυτιστικά άτομα που έχουν και νοητική αναπηρία (όπως σε περιπτώσεις που συνδέονται με σπάνιες ντε νόβο γενετικές μεταλλάξεις2) συνήθως αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες κινητικές δυσκολίες σε σχέση και με άλλα αυτιστικά άτομα αλλά και με μη αυτιστικά (Denisova, 2024). Παρόλα αυτά, οι κινητικές αυτές δυσκολίες δεν εξηγούνται πλήρως από τις γνωστικές προκλήσεις (Buja et al., 2018), κάτι που υποδηλώνει ότι συχνά οι γνωστικές τους δυνατότητες υποτιμώνται εξαιτίας των κινητικών ή συμπεριφορικών ιδιαιτεροτήτων.
Στην πραγματικότητα, η απουσία λόγου σε αυτιστικά νήπια μπορεί να σχετίζεται μόνο με δυσκολίες στην παραγωγή ομιλίας (ειδικά χωρίς πρόσβαση σε εναλλακτικά μέσα επικοινωνίας όπως το AAC), ακόμα και σε παιδιά με χαμηλή νοητική απόδοση (Delehanty et al., 2018). Αντίθετα, στα νήπια με άλλες αναπτυξιακές αναπηρίες, ο περιορισμένος λόγος σχετίζεται πιο άμεσα με δυσκολίες στην οπτική αντίληψη και στην παραγωγή και κατανόηση της γλώσσας (Delehanty et al., 2018). Επιπλέον, η κατανόηση της ομιλίας συνομηλίκων με ή χωρίς αναπτυξιακές αναπηρίες φαίνεται να βασίζεται κυρίως στις οπτικές αντιληπτικές τους ικανότητες, αλλά αυτο δεν φαίνεται να ισχύει στα αυτιστικά άτομα (Delehanty et al., 2018; Hannant, 2018). Ακόμα και τα αυτιστικά άτομα με μειωμένη εκφραστικότητα στην ομιλία συχνά διαθέτουν τυπικές για τον αυτισμό οπτικές αντιληπτικές δεξιότητες, οι οποίες μπορεί να ενισχύουν τη μη λεκτική γνωστική τους λειτουργία (Courchesne et al., 2015).
Οι πρώτες περιγραφές του αυτισμού περιλάμβαναν ρητά τόσο τις υπερευαισθησίες στην αισθητηριακή αντίληψη (Sukhareva, 1925· Ssucharewa, 1927· Kanner, 1943· Asperger, 1944, 1991) όσο και τις κινητικές προκλήσεις (Sukhareva, 1925· Ssucharewa, 1927· Asperger, 1944, 1991). Ωστόσο, τα επίσημα διαγνωστικά εγχειρίδια συχνά παρέλειπαν αυτές τις διαστάσεις από τους πρώτους ορισμούς του αυτισμού (Rosen et al., 2021). Η προσθήκη χαρακτηριστικών που αφορούν την αισθητηριακή αντίληψη βοήθησε στη μείωση των ψευδώς αρνητικών διαγνώσεων, χωρίς να αυξήσει σημαντικά τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα (Frazier et al., 2012), υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία των αισθητηριακών διαφορών στα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση.
Παρόλο που η διάγνωση του αυτισμού, το φαινόμενο της παλινδρόμησης και η ερμηνεία του αυτισμού από μη αυτιστικά άτομα βασίζονται κυρίως σε παρατηρήσιμες συμπεριφορές ή δεξιότητες, τα αυτιστικά άτομα τείνουν να ορίζουν τον αυτισμό μέσω νευρογνωστικών διαφορών (Gillespie-Lynch et al., 2017). Αυτές περιλαμβάνουν πλευρές που παραδοσιακά αποκλείονταν από τα διαγνωστικά κριτήρια, όπως οι διαφορές στην αισθητηριακή επεξεργασία, την επεξεργασία πληροφοριών και τη συναισθηματική ρύθμιση (Chamak et al., 2008).
Οι αισθητηριακές διαφορές έχουν μακρά ιστορία στις αφηγήσεις αυτιστικών ατόμων και αποτυπώνουν το μέγεθος της επιρροής τους (Cesaroni και Garber, 1991· O'Neill και Jones, 1997· Jones et al., 2003· Keane, 2004· Davidson και Henderson, 2010). Αυτές οι περιγραφές συχνά δίνουν έμφαση στην υπερευαισθησία και στις δυσκολίες αισθητηριακής ενσωμάτωσης όπως πχ τη δυσκολία της ταυτόχρονης οπτικής και ακουστικής παρακολούθησης (Robledo et al., 2012· Sibeoni et al., 2022). Ταυτόχρονα δείχνουν ότι η έκφραση αυτών των διαφορών μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με παράγοντες όπως τα επίπεδα ενέργειας και άγχους (Robertson και Simmons, 2015).
Στην πραγματικότητα, η υπερευαισθησία και η έντονη αναζήτηση αισθητηριακών εμπειριών (πιθανώς ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης ευχαρίστησης από την υπερευαισθησία) είναι χαρακτηριστικά που αποδεικνύονται ψυχομετρικά έγκυρα στα αυτιστικά άτομα, σε αντίθεση με την υποευαισθησία (Williams et al., 2023). Το ίδιο άτομο μπορεί να παρουσιάσει είτε αυξημένες είτε μειωμένες βιοφυσιολογικές αντιδράσεις στα ίδια ερεθίσματα, πιθανώς αντανακλώντας την ικανότητα απομόνωσης ενοχλητικών ερεθισμάτων (Khan et al., 2015a· Failla et al., 2018) ή ένα είδος “κλεισίματος” (shutdown) λόγω stress που προέρχεται από την αισθητηριακή υπερφόρτωση (Mazefsky et al., 2014· Phung et al., 2021).
Ωστόσο, η περιορισμένη ικανότητα φιλτραρίσματος του περιβαλλοντικού “θορύβου” μπορεί να καταστήσει δύσκολη την κατανόηση του προφορικού λόγου από αυτιστικά άτομα (Schwartz et al., 2020). Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να απαιτείται ένα περιβάλλον χωρίς περισπασμούς ή η παρουσίαση της γλώσσας με εναλλακτική μορφή, όπως πχ λέξεις σε οθόνη ή έντυπο υλικό (Ostrolenk et al., 2017).
Μεταξύ των αισθητηριακών καναλιών, το ακουστικό φαίνεται να έχει τη στενότερη σύνδεση με τα χαρακτηριστικά του αυτισμού. Παρόλα αυτά, και άλλοι τομείς, όπως η αίσθηση της αφής και η ιδιοδεκτική αντίληψη της θέσης του σώματος παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην κοινωνική αλληπλεπίδραση και επικοινωνία (Bang και Igelström, 2023).
Τα αυτιστικά άτομα με υπερευαισθησία (συμπεριλαμβανομένων και όσων έχουν νοητική αναπηρία: Elise et al., 2025) μπορεί να έχουν αυξημένη ικανότητα αντίληψης οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων (Foss-Feig et al., 2013; Manning et al., 2015; Brinkert & Remington, 2020). Αυτή η δυνατότητα έχει τεκμηριωθεί σε πρωτογενείς αισθητηριακούς φλοιούς, όπως τον οπτικό φλοιό, και σχετίζεται με περισσότερα χαρακτηριστικά αυτισμού (Ohta et al., 2012). Αν και μπορεί να προσφέρει ορισμένα πλεονεκτήματα, η ενισχυμένη αντίληψη ενδέχεται να γίνεται και κατακλυσμιαία (Irvine et al., 2024), ιδίως επειδή τα αυτιστικά άτομα συχνά αντιλαμβάνονται και περισσότερα άσχετα ερεθίσματα (Tyndall et al., 2018).
Οι κινητικές διαφορές συχνά πηγάζουν από αισθητηριακές διεργασίες του οργανισμού, ειδικά εκείνες που σχετίζονται με την κίνηση, όπως οι αιθουσαίες (ισορροπία/κίνηση) και οι ιδιοδεκτικές αισθήσεις (θέση του σώματος: Ornitz, 1974; Gowen & Hamilton, 2013; Torres et al., 2013a). Παρόμοια με την αισθητηριακή επεξεργασία, τα αυτιστικά άτομα αναφέρουν ενδοατομική μεταβλητότητα στην κινητική τους λειτουργία (Gowen et al., 2023) και περιγράφουν πώς οι κινητικές δυσκολίες διαπερνούν πολλές πτυχές της ζωής τους, απαιτώντας συνειδητή προσπάθεια (Gowen et al., 2023). Εκτιμάται ότι περίπου το 90% των αυτιστικών ατόμων αντιμετωπίζει λειτουργικά σημαντικές κινητικές δυσκολίες (Zampella et al., 2021; Bhat, 2023).
Τα αυτιστικά άτομα παρουσιάζουν σημαντική επικάλυψη με άλλες νευροαναπτυξιακές δυσκολίες όπως η δυσπραξία (Miller et al., 2024) και μπορεί να εμφανίζουν σοβαρότερες διαφορές στην πρώιμη κινητική ανάπτυξη από ό,τι άτομα μόνο με δυσπραξία (Bowler et al., 2024). Επιπλέον, έχουν περισσότερες δυσκολίες σε κινήσεις που σχετίζονται με κοινωνικές δεξιότητες, όπως οι χειρονομίες (Abrams et al., 2024), χαμηλότερη κινητική πρόβλεψη (Martel et al., 2024) και μειωμένη επίγνωση σώματος (Hannant et al., 2018). Παράλληλα, εμφανίζουν αυξημένη αισθητηριακή υπεραντιδραστικότητα (Hannant et al., 2018; Harrison et al., 2021; Ringold et al., 2022). Έτσι, ακόμα και χωρίς επίσημη διάγνωση δυσπραξίας, πολλά αυτιστικά άτομα βιώνουν κινητικές προκλήσεις σε βαθμό αντίστοιχο με όσους έχουν διαγνωστεί (Hannant et al., 2018; Cassidy et al., 2016), επηρεάζοντας και τις εκτελεστικές και επικοινωνιακές τους δεξιότητες (Bhat, 2023; Estrugo et al., 2024; Gu et al., 2024). Ωστόσο, λίγα άτομα λαμβάνουν επίσημη διάγνωση δυσπραξίας ή υποστήριξη για τις κινητικές τους ανάγκες (Cassidy et al., 2016; Zampella et al., 2021; Bhat, 2024).
Παράλληλα, τα μη αυτιστικά άτομα τείνουν να σχηματίζουν γρήγορα αρνητικές πρώτες εντυπώσεις από τις κινήσεις των αυτιστικών ατόμων (Plank et al., 2023), στιγματίζοντας ιδιαίτερα συμπεριφορές όπως η αποφυγή βλεμματικής επαφής ή οι στερεοτυπικές κινήσεις (Sargent & Jaswal, 2022). Ωστόσο, όταν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, τα αυτιστικά παιδιά δείχνουν αυξημένο κινητικό και κοινωνικό συγχρονισμό σε σχέση με ζεύγη μη αυτιστικών παιδιών (Glass & Yuill, 2024), υπογραμμίζοντας τη σημασία του κοινωνικού πλαισίου στην ερμηνεία της κίνησης. Αντίστοιχα, τα μη αυτιστικά άτομα συχνά απαιτούν υψηλότερα επίπεδα κοινωνικού και κινητικού συγχρονισμού (Efthimiou et al., 2025) και αντίληψης κοινωνικών σημάτων (Morrison et al., 2020) προκειμένου να αναπτυχθούν θετικές αλληλεπιδράσεις με τους αυτιστικούς φίλους τους, γεγονός που μπορεί να επιβαρύνει τα αυτιστικά άτομα (Kapp, 2018b; Caron et al., 2022).
Σε απάντηση στις ενδογενείς διαφορές και στις κοινωνικές τους εμπειρίες, τα αυτιστικά άτομα αναπτύσσουν τις λεγόμενες περιοριστικές και επαναληπτικές συμπεριφορές και ενδιαφέροντα (RRBIs). Σύμφωνα με τις δικές τους αναφορές και ερευνητικά δεδομένα, αυτές οι συμπεριφορές τα βοηθούν να πλοηγούνται σε έναν συχνά απρόβλεπτο και κατακλυσμιαίο κόσμο (Wigham et al., 2015), υποστηρίζοντας την αυτορρύθμιση και την κατάσταση ροής (flow state of mind) μέσω αγαπημένων δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων (Collis et al., 2024; Long et al., 2024; Lung et al., 2024).
Διαφορές στην αισθητηριακή αντίληψη και την κίνηση ως θεμελιώδη κριτήρια διάγνωσης του αυτισμού που παραμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής
Σύμφωνα με μια αναδυόμενη γενικότερη συναίνεση που βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα, οι διαφορές στην αισθητηριακή αντίληψη και την κίνηση (π.χ. οπτική αντίληψη, καθώς και δυσκολίες στην κίνηση των ματιών και τις κινητικές δεξιότητες) στην βρεφική ηλικία προηγούνται των διακριτών διαφορών στην επικοινωνία που σχετίζονται με τον αυτισμό (Zhang et al., 2019). Στους 6 μήνες, μόνο ο μειωμένος έλεγχος της κίνησης και η συνδυασμένη κίνηση χεριού-ματιού διαφοροποιούν τα άτομα με αυτισμό από τα μη αυτιστικά αδέρφια βρεφών με αυτισμό, παρά το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες παρουσιάζουν κινητικές διαφορές ή καθυστερήσεις, και οι δύο έχουν περισσότερες κινητικές προκλήσεις από τα μη αυτιστικά παιδιά (LeBarton και Landa, 2019; Zwaigenbaum et al., 2021). Ο περιορισμένος συντονισμός της κίνησης χεριού-ματιού στους 12 μήνες προβλέπει την κοινωνική επικοινωνία των αυτιστικών νηπίων μέσω αισθητηριακών διαφορών (Capelli et al., 2024). Η προσθήκη επιπλέον αισθητηριακών χαρακτηριστικών στην εκτίμηση του αυτισμού στη βρεφική ηλικία βοήθησε να προβλέπεται ο αυτισμός νωρίτερα από ποτέ (από τους 6 μήνες: Zwaigenbaum et al., 2021).
Παρόμοια, η προσθήκη της αισθητηριακά ρυθμιστικής συμπεριφοράς στον προσδιορισμό του αυτισμού για παιδιά ηλικίας 12 μηνών δείχνει πιο συγκεκριμένο εντοπισμό του αυτισμού σε παιδιά στην ηλικία των 30 μηνών, με λιγότερα πρώιμα ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Εντοπίζει παιδιά με μεγαλύτερες και πιο επίμονες αναπτυξιακές δυσκολίες, κυρίως στην κοινωνική επικοινωνία (Ben-Sasson και Carter, 2013). Πράγματι, οι ακριβείς κινητικές δεξιότητες (Sutera et al., 2007), η απουσία υπερβολικής αντίδρασης στους ήχους (Troyb et al., 2014) και η αντίληψη του ήχου (βλέπε Eigsti και Fein, 2013) ως νήπια προέβλεψαν την παρουσία αυτιστικών παιδιών που φαίνονται μη-αυτιστικά. Υποδεικνύοντας τις επιπτώσεις-ντόμινο, αυτές οι μειωμένες αισθητηριακές κινητικές διαφορές στα νεαρά αυτιστικά παιδιά συσχετίστηκαν με λιγότερες συνυπάρχουσες διαφορές στη συμπεριφορά επανάληψης (Troyb et al., 2014) και στην επικοινωνία (Fein et al., 2013). Παρομοίως, η περιορισμένη επαναλαμβόμενη συμπεριφορά κατά την παιδική ηλικία προέβλεψε αυτιστικά άτομα που δεν πληρούν πλέον τα τρέχοντα κριτήρια διάγνωσης της συμπεριφοράς στην νεαρή ενήλικη ζωή (Anderson et al., 2014). Αντίθετα, μεγαλύτερες κινητικές προκλήσεις ως νήπια προέβλεψαν ότι ένας σημαντικό κομμάτι διαγνωστικών τεστ του αυτισμού δεν εντόπισε σωστά τα αυτιστικά παιδιά (Shuster et al., 2024). Η μεγαλύτερη επανάληπτικότητα στη συμπεριφορά στους 12 μήνες προβλέπει σημαντικά τον αυτισμό (Elison et al., 2014). Στα αυτιστικά νήπια, η επανάληψη προβλέπει καλύτερα τις διαφορές στην κοινωνική επικοινωνία, αν και όλες οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές συνέβαλαν σε όλους τους υποτομείς της κοινωνικής τους αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον τους (Chaxiong et al., 2022).
Οι αισθητηριακές ευαισθησίες μειώνουν την αντοχή στην αβεβαιότητα στους αυτιστικούς ανθρώπους (βλέπε “Μειωμένη επικέντρωση της αντίληψης”), βοηθώντας να εξηγηθεί το στρές αλλά και η ηρεμία που βρίσκουν μέσω των επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών (Wigham et al., 2015; Neil et al., 2016; Hwang et al., 2020; Powell et al., 2025). Επιπλέον περιορισμοί στην κοινωνική επικοινωνία σε σχέση με τις επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές σε αυτιστικά παιδιά και ενήλικες (Kapp, 2016; Waizbard-Bartov and Miller, 2023) υποδεικνύουν την βαθειά θεμελίωση και επιμονή των αισθητηριακών διαφορών. Οι αυτιστικοί άνθρωποι αναφέρουν διαρκείς αισθητηριακές δυσκολίες που εντείνονται καθώς γερνούν (Chen et al., 2024a). Ομοίως, οι κινητικές δυσκολίες ενδέχεται να μην βελτιώνονται σημαντικά με την ηλικία εκτός από τις λεπτές κινητικές δεξιότητες στα κορίτσια που δεν έχουν διάγνωση διαταραχής νοημοσύνης (Biscaldi et al., 2014; Bhat, 2023). Από τη μέση ηλικία και μετά, οι ακούσιες κινητικές διαφορές των αυτιστικών ανθρώπων τείνουν να αποκλίνουν ακόμη περισσότερο από τις κινήσεις των μη αυτιστικών ανθρώπων (Torres et al., 2020).
Αισθητηριακές και κινητικές διαφορές σύμφωνα με διαφορετικά άτομα: Συχνά υποεκτιμώνται από τα μη αυτιστικά άτομα
Οι αισθητηριακές και κινητικές διαφορές των αυτιστικών είναι δύσκολο να κατανοηθούν από τους άλλους ανθρώπους και ενδέχεται αυτό να εξηγεί το λόγο που οι γονείς μπορεί να αντιλαμβάνονται μια “ξαφνική υποχώρηση του αυτισμού”. Οι σχετικές αναφορές γονέων σχετικά με την αισθητηριακή ανταπόκριση του αυτιστικού βρέφους τους έδειξαν μια μοναδική έλλειψη αξιοπιστίας (Del Rosario et al., 2014). Παρομοίως, οι αναφορές των γονέων σχετικά με τις αισθητηριακές συμπεριφορές των αυτιστικών νηπίων τους δεν ευθυγραμμίζονταν με τις κλινικές παρατηρήσεις (Ben-Sasson et al., 2007).
Η εγκεφαλική δραστηριότητα που αφορά την επεξεργασία ακουστικών, οπτικών και απτικών ερεθισμάτων δείχνει σημαντική συσχέτιση με τις εκδηλώσεις του αυτισμού ή τις αποκλίσεις από τους μη αυτιστικούς συνομηλίκους ακόμη και όταν οι αναφορές των γονέων ή οι κλινικές μετρήσεις δεν το δείχνουν(Brandwein et al., 2015; Green et al., 2019). Η εγκεφαλική δραστηριότητα των αυτιστικών ατόμων παρουσιάζει υψηλή ενδο-ατομική μεταβλητότητα στα ίδια ερεθίσματα σε αυτούς τους τομείς (Haigh, 2018), και οι παρατηρητές τουε μπορεί να δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν τις ασυνεπείς αντιδράσεις τους (βλ. Geurts et al., 2008).
Ευτυχώς, οι κλινικές συνεντεύξεις βοηθούν τους γονείς να αναγνωρίσουν τις διαφορές στην αισθητηριακή αντίληψη των παιδιών που συχνά τους διαφεύγουν (Leekam et al., 2007; Kent, 2014). Οι τάσεις μεταξύ των αναφορών των γονέων και των παιδιών για την επεξεργασία των αισθητηρίων υποδηλώνουν ότι οι γονείς μπορεί να δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν τις αισθητηριακές διαφορές καθώς τα παιδιά τους γίνονται πιο συνειδητά στις κοινωνικές αντιδράσεις και αρχίζουν να καλύπτουν τις διαφορές τους. Υπάρχει ελάχιστη συμφωνία στις αναφορές τους (MacLennan et al., 2020).
Οι γονείς τείνουν να αναφέρουν αυξανόμενη υπερευαισθησία στα αισθητηριακά ερεθίσματα και την δραστηριότητα μέχρι και την ηλικία περίπου των 6 έως 9 ετών, με τάση μείωσης από εκεί και έπειτα (Kern et al., 2006; Ben-Sasson et al., 2009). Ωστόσο, τα αυτιστικά αγόρια χωρίς διαταραχή νοημοσύνης ηλικίας 6 έως 18 ετών ανέφεραν μεγαλύτερες αισθητηριακές δυσκολίες με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και όταν οι μητέρες τους παρουσίασαν την αντίθετη τάση (Bitsika et al., 2016).
Οι μελέτες έχουν βρει συστηματικά ότι οι αυτοαναφερόμενες αισθητηριακές ευαισθησίες παραμένουν στην ενήλικη ζωή (Crane et al., 2009; Kent, 2014). Αντίθετα με τις αναφορές των γονέων για μια σχέση μεταξύ αισθητηριακών συμπεριφορών και αυτιστικών χαρακτηριστικών στα παιδιά, αλλά όχι στους εφήβους ή ενήλικες (Kern et al., 2007), οι αυτιστικοί ενήλικες ανέφεραν ότι οι αισθητηριακές και κινητικές συμπεριφορές σχετίζονται πιο στενά με τα υπόλοιπα αυτιστικά τους χαρακτηριστικά (Andersen et al., 2011).
Ομοίως, οι αυτιστικοί ενήλικες χωρίς διαταραχή νοημοσύνης αναφέρουν μεγαλύτερες αισθητηριακές διαφορές και ανάγκες σε σχέση με αυτές που αναφέρουν οι φροντιστές τους, ή το προσωπικό υποστήριξης αυτιστικών ατόμων με συνυπάρχουσα διαταραχή νοημοσύνης, που μιλούν για λογαριασμό τους (Bradshaw et al., 2024).
Οι ευαισθησίες των αυτιστικών κοριτσιών και γυναικών μπορεί να είναι ιδιαίτερα υποεκτιμημένες, εν μέρει λόγω του μεγαλύτερου κοινωνικού “καμουφλάζ” (Lai et al., 2011; Harstad et al., 2023; βλ. Pagán et al., 2024; Taylor et al., 2024). Τα αυτιστικά κορίτσια παρουσιάζουν μεγαλύτερες αισθητηριακές ευαισθησίες από τα αυτιστικά αγόρια (Kumazaki et al., 2015; Lai et al., 2011; Osório et al., 2021; Kose et al., 2025; Saure et al., 2023), ενώ οι σχετικά αυξημένες κινητικές δεξιότητες με την πάροδο του χρόνου (Bhat, 2023) μπορεί να τους επιτρέπουν να καμουφλάρουν τον αυτισμό τους.
Οι δυσκολίες στην αισθητηριακή επεξεργασία μπορεί να αυξηθούν στην ενήλικη ζωή ιδιαίτερα για τις αυτιστικές γυναίκες (Chen et al., 2024a), συμβάλλοντας στο στρες και τις χρόνιες παθήσεις με την αύξηση της ηλικίας (Grant et al., 2022, 2025; Chen et al., 2024a) ενώ φαίνεται ότι αποτελούν έναν κύριο παράγοντα για τη διάγνωση του αυτισμού, ιδιαίτερα για τις γυναίκες (Fry, 2024). Ωστόσο, οι λευκοί άνδρες μη ισπανικής καταγωγής με μητέρες υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου υπερ-αντιπροσωπεύονται στην καταγραφή ατόμων με αισθητηριακά χαρακτηριστικά από τους κλινικούς (Kirby et al., 2022).
[ Συνεχίζεται στο 2ο και το 3ο Μέρος ]
ΣτΜ
Η επιμέλεια αυτού του άρθρου στην ελληνική γλώσσα στοχεύει στην ενίσχυση της ουσιαστικής συμπερίληψης των αυτιστικών και άλλων νευροδιαφορετικών ατόμων στην ακαδημαϊκή έρευνα και την επικοινωνία της, και την καλλιέργεια ενός κριτικού αναστοχασμού πάνω στην αντικειμενικότητά της όσον αφορά τον αυτιστικό πληθυσμό και άλλες νευρομειοψηφίες.
Η φράση «ντε νόβο» (de novo) προέρχεται από τα Λατινικά και χρησιμοποιείται και σημαίνει «από την αρχή» ή «εκ νέου» εντελώς από το μηδέν χωρίς αναφορά σε προηγούμενες προσπάθειες ή στάδια, συχνά υπονοώντας μια φρέσκια αρχή ή μια νέα προοπτική.
Share this post