Υπάρχει μια μακρά φιλοσοφική παράδοση με καταβολές στον Αριστοτέλη που στηρίζει την Hθική πάνω στις φυσικές τάσεις των ανθρώπων και όπου τα συναισθήματα παίζουν κεντρικό ρόλο χωρίς να βρίσκονται σε κόντρα με τη λογική. Αλλά και για τη σύγχρονη νευροεπιστήμη είναι αποδεκτό ότι τα συναισθήματα στηρίζουν τη συλλογιστική διαδικασία: αν δεν υπάρχουν συναισθήματα που να συνδέονται με τις διαθέσιμες επιλογές μας, δεν μπορούμε να λάβουμε αποφάσεις ή να διαμορφώσουμε πεποιθήσεις (Damasio, 1994).
Τα συναισθήματα αποτελούν προϋπόθεση για να μπορούμε να κάνουμε ηθικές επιλογές, διότι η ηθική συμπεριφορά πρϋποθέτει ισχυρές πεποιθήσεις που δεν μπορούν να διαμορφωθούν από “καθαρή λογική”: προϋποθέτει δηλαδή ότι υπάρχει νοιάξιμο για τους άλλους και ισχυρό αίσθημα (gut feeling) περί σωστού και λάθους. Για τον Frans de Waal η ενσυναίσθηση και η ανταποδοτικότητα, αν και δεν συγκροτούν το σύνολο της ανθρώπινης ηθικής, αποτελούν “δομικά στοιχεία” της ηθικής συμπεριφοράς “χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια ηθική ανθρώπινη κοινωνία”1.
Στο βιβλίο του Primates and Philosophers: How Morality Evolved (2006) εστιάζει στο debate γύρω από τη Θεωρία του “Ηθικού Πέπλου2” διότι, όπως παρατηρεί, η οπτική αυτή έχει υιοθετηθεί από κάποιους εξελικτικούς βιολόγους που αντιμετωπίζουν την ηθική ως μια τόσο περίπεπλεγμένη και “ανώτερη” έννοια που μόνο το ανθρώπινο είδος μπορεί να συλλάβει, μια θεώρηση που δεν συνάδει με τα σύγχρονα στοιχεία από:
α) Ψυχολογία — που μας δείχνει ότι η ανθρώπινη ηθική βασίζεται σε συναισθηματικά δεδομένα και έχει διαισθητική βάση.
β) Νευροεπιστήμη — που μας δείχνει ότι τα ηθικά διλήμματα ενεργοποιούν περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με συναισθηματικές διεργασίες.
γ) Συμπεριφορά Πρωτευόντων — που μας δείχνει ότι οι συγγενείς μας παρουσιάζουν πολλές από τις τάσεις που περιλαμβάνονται στην ανθρώπινη ηθική.
Απ’την άλλη, και οι ψυχολόγοι τείνουν πολλές φορές ναι εξυψώνουν τα πιο εξελιγμένα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους τοποθετώντας τα σε ένα βάθρο, αγνοώντας ή ακόμα και παραβλέποντας απλούστερες προϋπάρχουσες βάσεις. Καταλήγουν να πιστεύουν σε θεωρίες απότομων αλλαγών τύπου Big Bang σε σχέση με το ανθρώπινο είδος και να υποθέτουν απίθανες ιστορίες προέλευσης της ανθρώπινης ηθικής που περιλαμβάνουν ασυνέχειες. Πχ:
σε σχέση με τη γλώσσα, που ο Pinker (1994) προτείνει ότι προέρχεται από μια συγκεκριμμένη "μονάδα"3 στον ανθρώπινο εγκέφαλο
ή σε σχέση με τη γνωστική λειτουργία των ανθρώπων, που ο Tomasello (1999) προτείνει ότι έχει πολιτισμική προέλευση4
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα μπορεί να είναι ακριβώς ανάποδα. Αντί να θεωρούμε ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός εμφανίστηκαν με μια ξαφνική αλλαγή στην ανθρώπινη φύση μεταμορφώνοντας τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας5, κάποιοι μελετητές (Greenspan και Shanker, 2004) προτείνουν ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός προήλθαν από τις πρώιμες συναισθηματικές συνδέσεις, αλληλεπιδράσεις και “πρωτο-συνομιλίες” μεταξύ μητέρας και παιδιού6. Η επιστήμη που εξετάζει τη νοημοσύνη παραδοσιακά επικεντρώνεται στις ατομικές παρά στις διατομικές ικανότητες στις σχέσεις, όμως οι ανώτερες, σύνθετες νοητικές ικανότητες ανιχνεύονται πρωτίστως στον κοινωνικό πεδίο, όπου η φυσική επιλογή μοιάζει να έχει ευνοήσει κοινωνικά ζώα σαν εμάς, με μηχανισμούς ανταπόκρισης στα συναισθήματα των άλλων, όπως η ενσυναίσθηση. Και αναπτυξιακά και εξελικτικά, οι “ανώτερες” μορφές ενσυναίσθησης αναπτύσσονται από πιο βασικές. Αντί να βλέπουμε την ανθρώπινη ενσυναίσθηση ώς την κατάληξη μιας διαδικασίας, πιθανόν τελικά να λειτούργησε ώς σημείο εκκίνησης της ανθρώπινης -λεκτικής και μη- επικοινωνίας.
Σκέφτομαι ότι ένα πλεονέκτημα που έχει ο Primatologist-Ethologist7 , ώς άτομο που μπορεί να σταθεί επάνω στη διασταύρωση μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών domains (και που εκτός από το lab έχει περάσει χρόνο με χιμπατζήδες ή μπονόμπος), είναι ότι χρειάζεται μέσα από το δικό του ανθρώπινο point of view να μπορέσει να κατανοήσει πλάσματα που δεν έχουν αναπτύξει τις δυνατότητες των ανώτερων συστημάτων σκέψης που έχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Άρα μπορεί, αναγκάζεται ίσως, να παρατηρήσει και να συσχετιστεί με έναν κόσμο ενστίκτων, αισθήσεων και συναισθημάτων, έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς in flux και χωρίς πρόσβαση στον ανθρώπινο “Λόγο”. Και ίσως για να το καταφέρει αυτό χρειάζεται να αναπτύξει και να αξιοποιήσει όσο περισσότερο cross-species empathy μπορεί. Και ταυτόχρονα να διατηρήσει ενεργή και παρούσα την ερευνητική-διεπιστημονική του ιδιότητα, που του επιτρέπει να μετατρέπει sensory, emotional & cognitive input σε γνώση.
Αντίστοιχο πλεονέκτημα ανιχνεύω και στον Neurobiologist-Primatologist. Μια μια πρώτη διανοητική πρόκληση στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι να σκεφτόμαστε με διεπιστημονικό τρόπο, εξηγεί ο Σαπόλσκι στο Behave8. Οι έννοιες και οι ορολογίες που περιγράφουν την συμπεριφορά σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς επιστήμονες, ενώ και ο τρόπος που τις αναλύουν και τις κατηγοριοποιούν επίσης διαφέρει.
Μια δεύτερη πρόκληση είναι να χωνέψουμε το πόσο παρόμοιοι είμαστε με άλλα ζώα όταν φοβόμαστε ή θυμώνουμε (συγκεκριμμένα είμαστε σαν πίθηκοι—χτυπάμε, πετάμε πέτρες και αντικείμενα), αλλά και πώς, ενώ η φυσιολογία μας μοιάζει με άλλων ειδών, τη χρησιμοποιούμε με μοναδικούς τρόπους (πχ είναι λίγα τα ζώα που κάνουν σε συστηματική βάση μη-αναπαραγωγικό σεξ και δεν υπάρχει άλλο - από όσο ξέρουμε - που να μιλάει κατόπιν με τους συντόφους του για το πώς ήταν η εμπειρία).
Δεν έχει νόημα να διαχωρίζεις πτυχές μιας συμπεριφοράς που είναι «βιολογικές» από εκείνες που θα περιγράφονταν, για παράδειγμα, ως «ψυχολογικές» ή «πολιτισμικές».
Είναι απολύτως αλληλένδετες.
Robert Sapolsky
Στο βιβλίο του χρησιμοποιεί ώς παράδειγμα το μοντέλο του Τριαδικού Εγκεφάλου του Paul MacLea9 που τον απλοποιεί σε 3 βασικές λειτουργικές περιοχές (με όλα τα μεινοεκτήματα και ρίσκα της υπεραπλούστευσης, όπως μας προειδοποιεί) στην προσπάθεια να περιγραφούν σχηματικά και συνοτπικά οι 3 εξελικτικές-λειτουργικές “στρώσεις” του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και ο τρόπος με τον οποίο “μιλάνε” μεταξύ τους για να κατευθύνουν την περίπλοκη συμπεριφορά μας.
Εξηγεί διεξοδικά τον κομβικό ρόλο που παίζει η 2η λειτουργική ζώνη - το Λιμβικό Σύστημα του εγκεφάλου - στην επεξεργασία του συναισθηματικού υλικού που κινητοποιεί τις “καλύτερες και χειρότερες” ανθρώπινες συμπεριφορές. Εστιάζει στον υποθάλαμο, μια κρίσιμη λιμβική ζώνη - διεπαφή ανάμεσα στις “ανώτερες” δομές που στεγάζουν τις γνωστικές, λογικές, αναλυτικές λειτουργίες (προμετωπιαίος λοβός) και τις αρχαίες (εξελικτικά) ζώνες του εγκεφάλου που περιγράφονται και ώς Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα.
Ο Λοβός χειρίζεται, με τη διαμεσολάβηση του Λιμβικού συστήματος, αισθητηριακές πληροφορίες, αποκωδικοποιώντας τες και μετατρέποντάς τες σε αποφάσεις και ενέργειες (κινήσεις). Βρίσκεται “πάνω” από το Λιμβικό Σύστημα χωροταξικά, ωστόσο είναι αμφίδρομα ημι-ενσωματωμένος στο λιμβικό σύστημα (όπως παρατηρεί ο Walle Nauta10 του MIT). Αυτό το σύμπλεγμα χειρίζεται τόσο πολλές και σύνθετες διαδικασίες (μυικές κινήσεις, μνήμη, γλώσσα και επικοινωνία, χωρικές και μαθηματικές λειτουργίες) που πλέον καθιστά τον Descartes και τους υποστηρικτές της διχοτόμισης ανάμεσα σε σκέψη και συναίσθημα εκτός επικαιρότητας (outdated)11. Αλλά και πιο πρόφατη σχετική έρευνα12 δείχνει ότι και ο θάλαμος εμπλέκεται στο “διάλογο” αυτό, γεφυρώνοντας επίσης το συναίσθημα με τη γνωστική λειτουργία.
Όσο σκαλίζω αυτά τα θέματα, αναρωτιέμαι κι εγώ μαζί με τον Σαπόλσκι, χρειάζεται όντως να βάλουμε νευροεπιστήμονες να αποδείξουν με brainscans ότι οι βετεράνοι που υποφέρουν από PTSD έχουν ένα εντελώς πραγματικό, απτό, οργανικό πρόβλημα να αντιμετωπίσουν;
Χρειάζεται, όντως, να βρούμε ένα ενιαίο μοντέλο που να αποτυπώνει με ακρίβεια τη δομή και λειτουργία του “αυτιστικού εγκεφάλου” για να λάβουμε υπόψιν την σύγχρονη συμμετοχική και autistic-led έρευνα αλλά και την βιωμένη εμπειρία των νευροδιαφορετικών ανθρώπων;
Είναι πραγματικά αναγκαίο να αναλύσουμε δομικά και λειτουργικά τον εγκέφαλο του ανθρώπου μέσα σε ένα εργαστήριο για να μπορέσουμε να “τεκμηριώσουμε” το τι σκεφτόμαστε και το πώς αισθάνομαστε, ώστε να γίνει πιστευτό και σεβαστό σε μια ηθική ανθρώπινη κοινωνία;
“De Waal emphasizes empathy as a key factor in social cohesion”
Ο όρος «Θεωρία του (Ηθικού) Πέπλου» (Veneer Theory) μας προέκυψε από τον Frans de Waal. Ωστόσο, ο de Waal δεν υποστήριξε τη θεωρία. Δημιούργησε τον όρο για να ασκήσει κριτική στην αντίληψη ότι η ανθρώπινη ηθική είναι απλώς ένα επιφανειακό στρώμα («πέπλο») που καλύπτει μια θεμελιωδώς εγωιστική και βάρβαρη φύση, θεωρία που έχει τις ρίζες της σε φιλόσοφους και εξελικτικούς στοχαστές, όπως:
Ο Τόμας Χομπς (1588–1679) υποστήριξε στο έργο του Λεβιάθαν ότι η ανθρώπινη ζωή στη φυσική της κατάσταση είναι «άθλια, βάρβαρη και σύντομη» και ότι η ηθική και τα κοινωνικά συμβόλαια είναι τεχνητές κατασκευές απαραίτητες για τον έλεγχο των βίαιων και εγωιστικών ενστίκτων μας.
Ο Τόμας Χάξλεϊ (1825–1895), υποστηρικτής του Δαρβινισμού, που τόνισε περαιτέρω την ιδέα ότι η ηθική αντιτίθεται στην άγρια φύση και επιβάλλεται στους ανθρώπους από την κοινωνία για να περιορίσει τα φυσικά τους ένστικτα.
Η θεωρία της "γλωσσικής μονάδας" (language module) είναι μια ιδέα που συνδέεται με τον γνωστικό επιστήμονα Steven Pinker. Η θεωρία αυτή προτείνει ότι η ικανότητα των ανθρώπων για γλώσσα προέρχεται από μια ειδικά σχεδιασμένη εγκεφαλική “μονάδα”, μια νευρολογική δομή που είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την επεξεργασία της γλώσσας. Αυτή η θεωρία συνδέεται με τη γενικότερη διαμάχη σχετικά με το αν τα ανθρώπινα γνωρίσματα και ικανότητες αναπτύχθηκαν μέσω βαθμιαίας εξέλιξης ή μέσω κάποιου “άλματος” (saltatory change) που δημιούργησε μοναδικά χαρακτηριστικά στον άνθρωπο.
Ο Tomasello θεωρεί ότι η γλώσσα αναπτύχθηκε σταδιακά μέσα από την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας και όχι μέσω μιας βιολογικής εξέλιξης ενός μεμονωμένου «μηχανισμού».
For millions of years mankind lived just like the animals. Then something happened, which unleashed the power of our imagination. We learned to talk.
Η θεωρία των Greenspan και Shanker (2004) υποστηρίζει ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός προήλθαν σταδιακά από πιο βασικές μορφές επικοινωνίας και συναισθηματικής σύνδεσης, δηλαδή τις πρώτες μη λεκτικές μορφές επικοινωνίας που παρατηρούνται κατά τη βρεφική ηλικία, όταν το μωρό και η μητέρα του συμμετέχουν σε συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις μέσω βλεμμάτων, ήχων, εκφράσεων προσώπου και σωματικής γλώσσας που βασίζονται στην συναισθηματική ανταπόκριση και τη ρύθμιση των συναισθημάτων μεταξύ των δύο. Η θεωρία αυτή, αντί να βλέπει τη γλώσσα και τον πολιτισμό ως αποκλειστικά προϊόντα “ανώτερης” εγκεφαλικής δραστηριότητας, αναγνωρίζει τον κρίσιμο ρόλο της ανθρώπινης επαφής, της στοργής και της αλληλεπίδρασης στις πρώτες φάσεις της ζωής και δίνει έμφαση στο ρόλο της συναισθηματικής σύνδεσης στην ανθρώπινη εξέλιξη.
Η Ηθολογία αναπτύχθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα ως απάντηση στον συμπεριφορισμό των Γουάτσον και Σκίνερ που εστίαζαν στις αντιστοιχίες της συμπεριφοράς ανάμεσα στα ζωικά είδη. Σε αντίθεση με την επικέντρωση τους στην καθολικότητα, οι ηθολόγοι έλκονταν από την ποικιλία της συμπεριφοράς.
Behave: The Biology of Humans at Our Best and Worst, Robert M. Sapolsky (2017)
Τριαδικό Μοντέλο του Εγκεφάλου: Το concept του “Triune Brain” πρότεινε κάπου στα ‘60s o νευροεπιστήμονας Paul MacLean:
Ερπετοειδής Εγκέφαλος: Αυτή η πρώτη “στρώση” του εγκεφάλου είναι η αρχαιότερη και πιο “ζωώδης”, ευθύνεται για τις ενστικτώδεις λειτουργίες επιβίωσης, όπως ο καρδιακός ρυθμός, η αναπνοή και η αναπαραγωγή και τις πιο πρωτόγονες συμπεριφορές, όπως η επιθετικότητα, η κυριαρχία, η εδαφικότητα κλπ.
Λιμβικό Σύστημα: Αυτή η εξελικτική στρώση των θηλαστικών ζώων ευθύνεται για τα συναισθήματα, τις κοινωνικές συμπεριφορές και τη μακροπρόθεσμη μνήμη, τη σύνδεση και τη δημιουργία σχέσεων.
Νεοφλοιός: Ο νεοφλοιός είναι το πιο εξελιγμένο τμήμα του εγκεφάλου και ευθύνεται για τις “ανώτερες” γνωστικές λειτουργίες του ανθρώπου, όπως η λογική και αφηρημένη σκέψη, η γλώσσα και η επίλυση προβλημάτων. Μας διαφοροποιεί σημαντικά από τα υπόλοιπα ζώα.
Neural Associations of the Frontal Cortex, Walle J. H. Nauta (1972),
Neural Associations of the Limbic System, Walle J. H. Nauta & Valerie B. Domesick (1982)
Descartes' Error: Emotion, Reason, and the Human Brain, Antonio Damasio ( 2005)
Emotional words evoke region- and valence-specific patterns of concurrent neuromodulator release in human thalamus and cortex, Batten, Seth R. et al. (2025):
Η έρευνα αυτή αμφισβητεί διάφορες υφιστάμενες υποθέσεις σχετικά με τους ρόλους συγκεκριμμένων εγκεφαλικών δομών στην επεξεργασία συναισθημάτων και γλώσσας. Επιβεβαιώνει ότι τα εγκεφαλικά συστήματα που εξελίχθηκαν για την επιβίωση υποστηρίζουν επίσης και “ανώτερες” λειτουργίες, όπως η ερμηνεία της γλώσσας, ανοίγοντας τον δρόμο για μελλοντικές έρευνες πάνω στη λήψη αποφάσεων και την ανθρώπινη ψυχική υγεία.
Share this post