Μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις που μας έκαναν γνωστοί και άγνωστοι όταν ήμασταν παιδιά (και ενδεχομένως κάνουμε και εμείς στα παιδιά σήμερα) είναι το κλασικό: “Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;”. Όσα παιδιά μπορούν να δώσουν μια σχετικά άμεση και σίγουρη απάντηση, π.χ. «πυροσβέστης», λαμβάνουν επιφωνήματα ενθουσιασμού και επιβράβευσης, σε σχέση με όσα είναι δισταχτικά ή καταλήγουν ότι δεν ξέρουν. Η κοινωνία στην οποία έχουμε ανατραφεί υποστηρίζει ότι καλό ειναι να προσδιορίζουμε και να επιδιώκουμε ένα ξεκάθαρο επαγγελματικό στόχο όσο γίνεται νωρίς στη ζωή μας, και να ειδικευόμαστε σε αυτόν.
Αλλά ας εξετάσουμε τις 2 διαφορετικές επαγγελματικές στάσεις των παιδιών λίγο πιο διεξοδικά.
Πόσο πιθανό είναι η επαγγελματική προτίμηση που έχει δηλώσει οποιοδήποτε μικρό παιδί να συμπίπτει με το επάγγελμα που ασκεί 20 χρόνια αργότερα1; Όταν ακόμα και άτομα που έχουν προγραμματίσει ιδιαίτερα προσεκτικά και έγκαιρα τη σταδιοδρομία τους συχνά διαπιστώνουν ότι μεταγενέστερα γεγονότα ή διαπιστώσεις έχουν οδηγήσει σε αρκετά διαφορετικές επαγγελματικές κατευθύνσεις;
Από την άλλη πλευρά, το να έχει το άτομο τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά, να αναζητά και να εξετάζει εναλλακτικές επιλογές, να αποφεύγει τον πρόωρο αποκλεισμό ενδεχομένων - όλες αυτές οι συμπεριφορές αποτελούν λογικές στρατηγικές λήψης αποφάσεων σταδιοδρομίας. Το παιδί που απαντά «δεν ξέρω», εκτός του ότι λέει την αλήθεια, επιδεικνύει και μια πιο σοφή προδιάθεση στη λήψη αποφάσεων, ωστόσο συνήθως λαμβάνει μικρή ενίσχυση από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Αλλα από πού μπορεί να προέρχεται αυτή η τόσο έντονη εστίαση στην έγκαιρη λήψη αποφάσεων στο σχεδιασμό καριέρας και στην αντιστοίχιση κάθε παιδιού με ένα επάγγελμα;
Σχεδιασμός Σταδιοδρομίας
Ο Frank Parsons, που θεωρείται πατέρας της Συμβουλευτικής Σταδιοδρομίας, ανέπτυξε τη θεωρία του για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας μέσα από την αξιολόγηση των αξιών, των δεξιοτήτων και των ενδιαφερόντων των ατόμων στην αρχή της βιομηχανικής εποχής, όταν οι άνθρωποι μετακινούνταν από μια κυρίως αγροτική κοινωνία (G. A. Watts, 1994) σε αστικά περιβάλλοντα προς αναζήτηση εργασίας. Στο ερωτηματολόγιο αξιολόγησης που σχεδίασε έδωσε έμφαση στην αντιστοίχιση των ατόμων στις κατάλληλες διαθέσιμες θέσεις εργασίας της εποχής. Τυχόν απρόβλεπτα γεγονότα που ενδεχομένως επηρρέασαν τη λήψη αποφάσεων στη ζωή του κάθε ατόμου δεν συμπεριλήφθηκαν στο ερωτηματολόγιο του Parsons.
Αλλά και άλλοι ειδικοί στον τομέα του σχεδιασμού σταδιοδρομίας (Tiedeman και O’Hara, Holland, Super, Ginzberg κ.ά.) επιδίωξαν με τις θεωρίες τους να βοηθήσουν τα άτομα να αναγνωρίσουν το καταλληλότερο μελλοντικό επάγγελμα, συλλέγοντας και οργανώνοντας συστηματικά διάφορους δεδομένους παράγοντες επιρροής.
Σήμερα, εν μέσω συνεχών και μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων, ο κόσμος της εργασίας δεν είναι αυτός που ήταν στην αρχή της Βιομηχανικής Εποχής. Σε πολλούς τομείς απασχόλησης - και όχι μόνο στο χώρο της τεχνολογίας - οι περιγραφές των θέσεων εργασίας αλλάζουν και ξαναλλάζουν, διάφορα επαγγέλματα καθίστανται ξεπερασμένα και δημιουργούνται καινούρια. Νέες προκλήσεις και νέες ευκαιρίες έρχονται και παρέρχονται διαρκώς.
Με πόση ακρίβεια μπορούμε τελικά το προσδιορίσουμε κάποιο ιδανικό επάγγελμα μέσα σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο πολιτικό, οικονομικό, τεχνολογικό, επαγγελματικό, διαπροσωπικό και ενδοπροσωπικό περιβάλλον; Και μέχρι ποιό σημείο μας βοηθάει το να βασιζόμαστε σε παραδοσιακά μοντέλα και θεωρίες για τη δια βίου επαγγελματική μας ανάπτυξη ώς ενήλικες στη σημερινή εποχή;
Κοινωνική Μάθηση και Σταδιοδρομία
Η θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης, υπεύθυνος για την οποία είναι ο Albert Bandura (1977), που αντιτίθεται στους συμπεριφοριστές της εποχής όπως ο Skinner, δίνει μεγάλη έμφαση στη σημασία της μάθησης μέσα από την παρατήρηση, όπου τα άτομα αποκτούν γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις και πεποιθήσεις παρακολουθώντας τις ενέργειες των άλλων και εκτιμώντας τις συνέπειες που θα επακολουθήσουν. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι επεξεργάζονται ενεργά τις πληροφορίες που δέχονται και υπολογίζουν τη σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς τους και των συνεπειών της, μιμούνται άτομα που έχουν υψηλό κύρος ή γνώσεις, ή έχουν κάποιο φροντιστικό ρόλο στη ζωή τους2.
Εξετάζει πώς αλληλεπιδρούν τόσο οι περιβαλλοντικοί (εξωτερικοί) όσο και οι γνωστικοί (εσωτερικοί) παράγοντες και επηρεάζουν τη μάθηση και τη συμπεριφορά μας ενώ υποπστηρίζει ότι διαμορφώνουμε σταδιακά μια αντίληψη για τα ενδιαφέροντα, τις ικανότητες, τις αξίες και τις πεποιθήσεις μας ως αποτέλεσμα των συνεχών και ποικίλων μαθησιακών εμπειριών που προσφέρει η ζωή.
Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι αντιλήψεις επηρεάζουν τις επιλογές σταδιοδρομίας που διαθέτουμε και τις αποφάσεις που παίρνουμε, διαμορφώνοντας έτσι και την επαγγελματική μας πορεία.
Κοινωνική πίεση για επιλογές με κύρος
Επιστρέφοντας στην ερώτηση “τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις”, αν παρατηρήσουμε λίγο πιο προσεκτικά, τα παιδιά επιβραβεύονται περισσότερο όχι μόνο όταν αποφασίζουν από νωρίς τι δουλειά θέλουν να κάνουν, αλλά όταν επιλέγουν μεταξύ επαγγελμάτων “υψηλού κύρους”. Ένα παιδί που δηλώνει «Θα γίνω γιατρός» θα λάβει μεγαλύτερη προσοχή από το παιδί λέει «Θα γίνω εκπαιδευτής σκύλων».
Στα χρόνια του γυμνασίου τα παιδιά αναμένεται να λάβουν πιο συγκεκριμένες αποφάσεις σταδιοδρομίας, αλλά δεν διατίθεται χρόνος στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για εκπαίδευση στη λήψη αυτών των αποφάσεων. Έχουμε σχεδιάσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα λες και το να ξέρεις πώς να παίρνεις αποφάσεις ζωής είναι κάτι που αποκτάται αυτόματα μεγαλώνοντας ή είναι κάτι το έμφυτο στους ανθρώπους. Όσοι μαθητές καθυστερούν να πάρουν μια απόφαση, όσο σοφή κι αν είναι αυτή η καθυστέρηση, δέχονται πίεση από γονείς, δασκάλους, συμβούλους και συνομηλίκους να κάνουν μια δήλωση επαγγελματικού προσανατολισμού που όμως αισθάνονται ανεπαρκείς να κάνουν, δεδομένης της έλλειψης σχετικής εκπαίδευσης και πληροφορίας.
Συνήθως τα παιδιά που επιδεικνύουν αποφασιστικότητα θεωρούνται πιο υπεύθυνα - και ότι ξέρουν τι θέλουν, ενώ ένα αναποφάσιστο άτομο χαρακτηρίζεται εύκολα ανώριμο που δυσκολεύεται να δηλώσει και να δεσμευτεί σε μια καταληκτική απόφαση. Ωστόσο, ο Krumboltz, υπεύθυνος για τη θεωρία της Σχεδιασμένης Τυχαιότητας που θα δούμε παρακάτων, υποστήριξε ότι:
παρά τη φαινομενική αυτοπεποίθηση, το άτομο που παίρνει την απόφαση δεν γίνεται παρά να μαστίζεται και από κάποιες αμφιβολίες για το τι σημαίνει αυτή η δέσμευση για το μέλλον του, και ότι
η αναποφασιστικότητα σχετικά με την πραγματοποίηση ορισμένων μακροπρόθεσμων σχεδίων είναι στην πραγματικότητα πιο λογική από την ανάληψη σταθερών δεσμεύσεων, όταν το μέλλον είναι αβέβαιο.
Πώς είναι δυνατόν ένα παιδί - ή και ενήλικο άτομο - να κάνει μια πραγματικά ενημερωμένη ‘τελική επιλογή’ ανάμεσα στα δεκάδες χιλιάδες πιθανά επαγγέλματα που υπάρχουν και γεννιούνται; Και ποιό είναι το κόστος όταν τα άτομα που υποκύπτουν στην πίεση να δηλώσουν ένα επάγγελμα καλούνται τελικά να υλοποιήσουν την απόφασή τους - είναι δεν είναι έτοιμα;
Οι περισσότεροι άνθρωποι στην πραγματικότητα επιλέγουν επάγγελμα γνωρίζοντας πολύ λίγα πράγματα για τις συνέπειες της επιλογής τους όσον αφορά τα μελλοντικά τους καθήκοντα, προνόμια, ρίσκα και ευθύνες. Απαντώντας στην άμεση και έμμεση κοινωνική πίεση να κάνουν κάποια επιλογή, υποφέρουν συχνά από εσωτερική αμφισβήτιση, παρά τη φαινομενική αυτοπεποίθηση.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που πολλά άτομα βιώνουν άγχος αναποφασιστικότητας, είτε έχουν πάρει μια απόφαση επαγγέλματος, είτε όχι.
Αναποφαστικότητα και ανοιχτότητα
Η προέλευση αυτού του άγχους, που σχετίζεται με την επαγγελματική διερεύνηση, μπορεί να εντοπιστεί:
στην αρνητική απόχρωση που δίνεται στον όρο “αναποφασιστικότητα”.
στην κοινωνική πίεση για λήψη κάποιας - οποιαδήποτε - απόφασης.
στην κοινωνική πίεση για την επιλογή επαγγελμάτων κύρους, ανεξάρτητα από το αν η επιλογή είναι τεκμηριωμένη ή όχι, και
στην απουσία συγκροτημένων πλαισίων για την ανάπτυξη δεξιοτήτων λήψης αποφάσεων σταδιοδρομίας.
“Τhe for-the-rest-of-your-life weight of choosing the career results in zeteophobia, fear of career exploration.“
- John Krumboltz
Σχετικά στοιχεία3 όσον αφορά αμερικανούς εργαζόμενους αμφισβητούν την πεποίθηση ότι η αναποφασιστικότητα4 στις επιλογές σταδιοδρομίας προκαλεί ή προκύπτει από την εργασιακή δυσαρέσκεια, ή ότι συνδέεται αποκλειστικά με αρνητικούς παράγοντες. Η αναποφασιστικότητα μπορεί και να σημαίνει -μεταξύ άλλων - ότι ένα άτομο έχει υιοθετήσει μια φιλοσοφική οπτική της επιθυμίας ώς πηγή δυσαρέσκειας ή ώς παράγοντα αποπροσανατολισμού από άλλες επιδιώξεις του. Ή μπορεί να είναι και ένδειξη μιας περισσότερο αναστοχαστικής και διερευνητικής στάσης.
Σε υπεράσπιση των αναποφάσιστων ανάμεσά μας, να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ο Blustein (1997) όρισε τη διερευνητική στάση ως έναν ανοιχτό, μη-άκαμπτο τρόπο συσχέτισης με το περιβάλλον μας, που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε τις αλλαγές που αντιμετωπίζουμε με τρόπο που ενισχύει την ανάπτυξη και τον αυτοπροσδιορισμό μας.
Μας ενθαρρύνει να μάθουμε να ανεχόμαστε κάποιο βαθμό ασάφειας στη ζωή και να επενδύσουμε περισσότερο στην περιέργειά μας για τον κόσμο.
Σχεδιασμένη τυχαιότητα: δημιουργώντας ευκαιρίες
Σε γενικές γραμμές, οι κλασσικές συμβουλές καριέρας εστιάζουν σημαντικά στην εξάλειψη της αβεβαιότητας από τη λήψη αποφάσεων και λιγότερο στην προετοιμασία για την - μάλλον αναπόδραστη - αβεβαιότητα και ρευστότητα της ζωής. Παρόλα αυτά, από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι σε ένα βαθμό η τύχη, οι πιθανότητες και τα ενδεχόμενα μπορεί να παίξουν ρόλο, ενίοτε σημαντικό.
Γεννιόμαστε με τα ιδιαίτερα χαρακηρισικά και τις τάσεις μας, σε τόπο και χρόνο που δεν επιλέγουμε, από γονείς που δεν επιλέγουμε, μεγαλώνουμε σε περιβάλλοντα που δεν επιλέγουμε, όπου συμβαίνουν αναρίθμητα απρόβλεπτα γεγονότα και που προσφέρουν ευκαιρίες για μάθηση θετικής και αρνητικής φύσης. Άλλοτε προκαλούμε εμείς τα γεγονότα και τις εξελίξεις και άλλοτε είμαστε αποδέκτες των συνεπειών τους.
Η θεωρία της Σχεδιασμένης Τυχαιότητας (Krumboltz, 1979) μπορεί να θεωρηθεί ως μια επέκταση της Θεωρίας Κοινωνικής Μάθησης για τη λήψη αποφάσεων επαγγελματικής εξέλιησης, με τα βασικά τους σημεία να παραμένουν κοινά. Για τον Krumboltz
η εξερεύνηση δημιουργεί ευκαιρίες για βελτίωση της ποιότητας ζωής και
οι δεξιότητες επιτρέπουν στους ανθρώπους να αξιοποιούν τις ευκαιρίες
Τονίζει ότι το να κινείται κανείς σε μια εκπαιδευτική ή επαγγελματική κατεύθυνση δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας επιλογής, αλλά ενός συνδυασμού πολλών παραγόντων και έχει σημασία για το κάθε άτομο ξεχωριστά να μάθει και να αναλύσει τους παράγοντες αυτούς, να διερευνήσει και να γνωρίσει καλύτερα και τον εαυτό του και τις δυνατότητές του και να αναπτύξει τις δεξιότητες που του χρειάζονται.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Σχεδιασμένης Τυχαιότητας χρειαζόμαστε πέντε κύρια χαρακτηριστικά για να αναγνωρίσουμε, να δημιουργήσουμε και να αξιοποιήσουμε ευκαιρίες επαγγελματικής ανάπτυξης.
Περιέργεια: διάθεση εξερεύνησης νέων ευκαιριών μάθησης
Επιμονή: διάθεση για συνέχιση της προσπάθειας παρά τις αποτυχίες και αστοχίες
Ευελιξία: ικανότητα για αλλαγή στάσης ανάλογα με την εκάστοτε συνθήκη
Αισιοδοξία: στάση που θεωρεί τις νέες ευκαιρίες πιθανές και εφικτές
Ανάληψη ρίσκου: ικανότητα για δράση παρά την αβεβαιότητα
Υπάρχει μια παρανόηση ότι το “τυχαίο” θα συμβεί αναμένοντας παθητικά να συμβεί κάτι, ωστόσο αν κάποιος δεν κάνει τίποτα, δεν γίνεται τίποτα5. Υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός ατόμου που βασίζεται παθητικά στην τύχη για να λύσει προβλήματα και αυτού που ψάχνει ενεργά ενώ διατηρεί ανοιχτή στάση σε απροσδόκητες ευκαιρίες, αξιοποιώντας τον παράγοντα “τύχη” στο βαθμό που μπορεί.
Μπορεί να μην καταλήξουμε εκεί που σχεδιάζαμε να βρεθούμε, αλλά ενδέχεται να βρεθουμε εκεί που θέλουμε να είμαστε.
Η Συμφιλίωση με το Χάος
Και αν όλα αυτά σου ακούγονται λίγο περίπλοκα και χαοτικά, ετοιμάσου να ακούσεις για τη Θεωρία του Χάους στην Καριέρα (Chaos Theory of Careers) που άρχισε να διαμορφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπό την ανησυχία των εμπνευστών της σχετικά με τις επικρατούσες θεωρίες εξέλιξης της σταδιοδρομίας.
Οι υπάρχουσες θεωρίες δεν σχετίζονταν καλά με την πραγματικότητα, δεν ενσωμάτωναν το σύνολο της ζωής ενός ατόμου ή το πλαίσιο στο οποίο έπρεπε να ληφθούν οι όποιες αποφάσεις, αλλα καταπιάνονταν πρωτίστως με το άμεσο αίτημα να ληφθούν αποφάσεις σταδιοδρομίας.
Οι περισσότερες έρευνες σχετικά με τη λήψη αποφάσεων σταδιοδρομίας επικεντρώθηκαν σε ένα περιορισμένο φάσμα σαφώς προσδιοριζόμενων παραγόντων επιρροής, όπως οι γονείς, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι δάσκαλοι και φίλοι του κάθε ατόμου κ.ά. Όμως δεν μπορεί να είναι μόνο ο αριθμός και η βαρύτητα αυτών των παραγόντων σημαντικός, αλλά και η ιδιαίτερη πολυπλοκότητα που προκύπτει από την ταυτόχρονη επίδρασή τους αλλά και από την επίδραση άγνωστων παραγόντων που δεν αποτυπώνονται ερευνητικά.
Το πρόβλημα με τις διάφορες προσεγγίσεις κλειστών συστημάτων είναι ότι δεν υπάρχουν πραγματικά κλειστά συστήματα.
Ναι μεν τα συστήματα έχουν όρια όμως αυτά τα όρια είναι πάντα διαπερατά αφού όλα τα πράγματα συνδέονται (Barabasi, 2003). Ναι μεν η ζωή αυτό-οργανώνεται όμως ταυτόχρονα παραμένει και αβέβαιη, ενδεχομενική, στοχαστική (δηλ. μη ντετερμινιστική) και απρόβλεπτη.
Στα 90s6 λοιπόν κάποια πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, κάποια όχι και τόσο καθώς δεν είχαμε ακόμα μια θεωρητική διατύπωση για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των ανθρώπων που να συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ολόκληρο το σύμπαν7.
Τείνοντας στη σφαίρα της γενικότερης επιστήμης, χωρίς να περιορίζεται βιβλιογραφικά στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας, η Θεωρία του Χάους παρείχε θεωρητικές δυνατότητες που ενσωμάτωσαν μεγάλο μέρος των προβληματισμών που συζητήσαμε πιο πάνω και προσέφερε έναν τρόπο σύνδεσης της επαγγελματικής εξέλιξης με τη συνολική λειτουργία του φυσικού κόσμου.
Η Θεωρία του Χάους βασικά αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως αποτελούμενο από πολύπλοκα δυναμικά8 συστήματα.
Η Θεωρία του Χάους στην Καριέρα μπορεί να μοιάζει με παραλλαγή της Σχεδιασμένης Τυχαιότητας στην οποία αναφερθήκαμε νωρύτερα αλλά καλύπτει περισσότερο θεωρητικό έδαφος και αποτέλεσε αφορμή για επιπλέον έρευνα σχετικά με το ρόλο της τύχης στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας9 για να μπορέσει να υποστηριχθεί εμπειρικά η συχνή επιρροή των τυχαίων γεγονότων ζωής στην επαγγελματική εξέλιξη κάθε ατόμου10.
Η θεωρία αυτή μας επαναφέρει συνεχώς στην πραγματικότητα, η οποία μπορεί να θίγει την υπερηφάνειά μας, να υπονομεύει τυχόν μεγαλειώδεις φιλοδοξίες αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να προσφέρει δυνατότητες και ευκαιρίες πέρα από τις όποιες προβλέψεις μας (Pryor & Bright, 2012b). Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε πράγματα και να κατευθύνουμε την έκβασή τους υπόκειται σε περιορισμούς που βρίσκονται πέρα από το πεδίο της αντίληψης και των δυνατοτήτων μας. Η εξέλιξη των πραγμάτων μπορεί να είναι πολύπλευρη, υπερκαθορισμένη και μη-γραμμική.
Η θεωρία αυτή είναι σε θέση να ενσωματώσει τις έννοιες της πολυπλοκότητας, της διασυνδεσιμότητας, της αλλαγής και της τύχης. Τα χαοτικά συστήματα λειτουργούν σε συνεχή διαπραγμάτευση μεταξύ τάξης και αταξίας, σταθερότητας και αλλαγής, προβλεψιμότητας και αβεβαιότητας και παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
Είναι απεριοδικά – παρουσιάζουν γενικά παρόμοια μοτίβα, αλλά αυτά τα μοτίβα δεν είναι ποτέ ακριβώς τα ίδια.
Είναι οριοθετημένα – εμφανίζουν συνοχή και λειτουργούν εντός ορίων ή ενός ενός εύρους τιμών.
Είναι αιτιώδη ως προς τη λειτουργία τους – ναι μεν ρυθμίζονται από ντετερμινιστικές αρχές όμως η πολυπλοκότητά τους τους επιτρέπει να επιφέρουν αποτελέσματα που δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί.
Εξαρτώνται σημαντικά από τις αρχικές συνθήκες – δηλαδή, οποιαδήποτε δύο συστήματα ανεξάρτητα από το πόσο όμοια είναι στις αρχικές τους θέσεις, θα εξελιχθούν με διαφορετικό τρόπο.
Για να μιλήσουμε με όρους καριέρας, όλα αυτά προϋποθέτουν την ανάπτυξη της δυνατότητας για σκέψη και δράση υπό το πρίσμα και της προβλέψιμης και της απρόβλεπτης διάστασης της πραγματικότητας.
Συμφιλίωση με το Χάος δεν σημαίνει παράδοση στην τύχη, σημαίνει ότι λαμβάνουμε υπόψη τον αντίκτυπο των απρογραμμάτιστων γεγονότων και αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς του ανθρώπινου ελέγχου και των δυνατοτήτων.
Συνοψίζοντας
Δεν χρειάζεται πλέον να απαντάμε “Τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε”.
Η κόσμος της εργασίας στον 21ο αιώνα είναι δυναμικός, ρευστός και περίπλοκα διασυνεδεμένος με άγνωστους σε εμάς παράγοντες, με μια ποικιλία δυνατοτήτων και εμποδίων που δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε τις περασμένες δεκαετίες.
Δεν είναι ούτε δυνατόν, και ενδεχομένος δεν είναι ούτε επιθυμητό, να προβλέψουμε τι ακριβώς θα γίνουν οι μικροί άνθρωποι όταν μεγαλώσουν, και δεν ξέρουμε πώς θα έχει διαμορφωθεί το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κληθούν να λειτουργήσουν. Ίσως λοιπόν στο εξής μπορούμε να ρωτάμε τα παιδιά:
Τι απολαμβάνεις να μαθαίνεις και να κάνεις;
Τι θα σου φαινόταν διασκεδαστικό να δοκιμάσεις;
Αν έχεις ιδέες, ερωτήσεις ή και αντιρρήσεις ως εδώ, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα σχόλια ή να μου στείλεις μήνυμα. Μην ξεχάσεις να αφήσεις το email σου εδώ στο κουτάκι εγγραφής για να ενημερώνεσαι για ό,τι νέο αυτόματα.👇
References
Mitchell, K. E., Levi, A. S., & Krumboltz, J. D. (1999). Planned Happenstance: Constructing Unexpected Career Opportunities. Journal of Counseling and Development
Rudolph, C. W., & Zacher, H. (2021). Adapting to Involuntary, Radical, and Socially Undesirable Career Changes. Current Psychology
Bright, J. E. H., Pryor, R. G. L., Chan, E. W. M., & Rijanto, J. (2009). Chance events in career development: Influence, control and multiplicity. Journal of Vocational Behavior
Krumboltz, J. D. (1979). The Effect of Alternative Career Decision-Making Strategies on the Quality of Resulting Decisions. School of Education, Stanford University, California.
David Epstein (2019). Ευρυγνωσία. Κλειδάριθμος
Γιάννης Σαρακατσάνης (2022). Αλλάζοντας γνώμη. Youtube
Mελέτη σε 2,136 ενήλικες για το πώς εξελίχθηκαν επαγγελματικά σε σχέση με τους παιδικούς τους στόχους διαπίστωσε ότι 78,06 % των ενηλίκων δεν καταλήγουν να ακολουθούν την καριέρα της παιδικής φαντασίας τους. Μια άλλη σε δείγμα 1.567 ενηλίκων διαπιστώνει ότι το 96% των ενηλίκων δεν εξελίχθηκε επαγγελματικά με βάση τα παιδικά του σχέδια - μόνο το 4% κάνει τη δουλειά των παιδικών ονείρων του. Αν και η απόκλιση των ευρημάτων είναι σημαντική, δείχνει επίσης σημαντική η μεγάλη αναντιστοιχία παιδικής δήλωσης και ενήλικης συνθήκης - και στις δύο περιπτώσεις.
Με όρους ψυχανάλυσης και μηχανισμών άμυνας, όταν είμαστε παιδιά είμαστε πιο ευάλωτα στην ενδοβολή, δηλαδή μπερδεύουμε εύκολα εξωτερικά στοιχεία (αξίες, πεποιθήσεις, στάσεις) που ανήκουν στους φροντιστές του κοινωνικού μας πριβάλλοντος ώς δικά μας, με αποτέλεσμα να τα υιοθετούμε αυτόματα και απόλυτα.
Krumboltz, J. D. (1992). The Wisdom of Indecision. Chance events in career development: Influence, control and multiplicity. Journal of Vocational Behavior.
Ο Forner (2007) πρότεινε ένα μοντέλο εφτά παραγόντων αναποφασιστικότητας του εφήβου, το οποίο αποδίδει την αναποφασιστικότητα σε: στοιχεία προσωπικότητας όπως άγχος-ανησυχία ανασφάλεια, έλλειψη ωριμότητας, έλλειψη μεθόδου, έλλειψη πληροφόρησης, εξωτερικά εμπόδια (κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες), απαισιόδοξη οπτική, έλλειψη επένδυσης στην εκπαίδευση. Ωστόσο το μοντέλο του δεν λαμβάνει υπόψιν του ‘θετικούς’ παράγοντες αναποφασιστικότητας στη ζωή, όπως πχ η υπερ-πληροφόρηση ή ή υπερ-προσφορά επιλογών κ.ά.
Ο Blustein (1997), στην εργασία του για την εξερεύνηση σταδιοδρομίας συμπέρανε ότι η εξερεύνηση είναι τρόπος έκφρασης της φυσικής περιέργειας του ανθρώπου και ότι τα οφέλη της εξερεύνησης στην καριέρα μπορούν να εισχωρήσουν και σε άλλους τομείς της ζωής. Ο Austin (1978) διαπίστωσε ότι η απόκρισή μας σε τυχαίες ευκαιρίες που παρουσιάζονται ποικίλλει ανάλογα με την ετοιμότητα και τη δεκτικότητά μας σε εναλλακτικές ενώ οι Salomone και Slaney (1981) πρότειναν ότι διάφοροι τυχαίοι παράγοντες μπορούν πράγματι να δημιουργήσουν επαγγελματικές ευκαιρίες. Ωστόσο, όλοι τονίζουν ότι για να εξιοποιηθούν οι ευκαιρίες σταδιοδρομίας που παρουσιάζονται χρειάζεται να δραστηριοποιηθούμε.
Για παράδειγμα, το Smells Like Teen Spirit των Nirvana πήγε εξαιρετικά καλά κατακτώντας την κορυφή της λίστας των Top ‘90s albums του περιοδικού Rolling Stone ενώ σύμφωνα με το Pitchfork η κορυφή ανήκει στο Loveless των My Bloody Valentine. Debatable.
Και άλλωστε γιατί να υποθέτουμε ότι οι παράγοντες που επηρρεάζουν την επαγγελματική εξέλιξη των ανθρώπων είναι διαφορετικοί από αυτούς που δημιούργησαν τη ζωή ή που διαμορφώνουν το ευρύτερο περιβάλλον μας;
Ορισμένοι θεωρητικοί της πολυπλοκότητας προτιμούν τον όρο «προσαρμοστικό» παρά «δυναμικό» σύστημα όμως ο όρος “δυναμικό” δίνει έμφαση στη μεταβλητότητα αυτών των συστημάτων χωρίς να προδιαθέτει το άν η μεταβολή θα είναι προσαρμοστική ή δυσπροσαρμοστική, διατηρώντας μια ουδετερότητα.
Π.χ. Bornat, Henry, & Raghuram (2011); Bright & Pryor (2012a); Hirschi, 2010
Pryor, R. G. L., & Bright, J. E. H. (2003). The Chaos Theory of Careers, Australian Journal of Career Development
Share this post