Το άρθρο “Sensory–movement underpinnings of lifelong neurodivergence: getting a grip on autism” του Steven K. Kapp προσεγγίζει τη διαφορετικότητα του αυτισμού μέσα από μια πιο ολοκληρωμένη και ανθρωποκεντρική οπτική.
Η μελέτη αυτή, όπως δημοσιεύθηκε στο journal “Frontiers in Integrative Neuroscience” που εξερευνά πώς οι λειτουργίες του εγκεφάλου ενοποιούνται για να παράγουν σύνθετη συμπεριφορά, αναλύει πώς οι νευρολογικές και αισθητηριακές διαφορές διαμορφώνουν την αυτιστική εμπειρία και ταυτόχρονα εξετάζει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που προκύπτουν μέσα από τις διαφορές. Υπογραμμίζει την ανάγκη για μια υποστηρικτική και ενσυναισθητική προσέγγιση που να προάγει την θετική αξιοποίηση αυτών των διαφορών και να ενισχύει την ενεργή συμμετοχή των αυτιστικών ατόμων μέσα στην κοινωνία.
▶️Στο βίντεο θα βρεις την επεξεργασμένη και συντομευμένη εκδοχή του.
👇Εδώ θα βρείς μια απόδοσή του στα ελληνικά.

Το ντόμινο των επιπτώσεων των αισθητηριακών και κινητικών διαφορών στην βρεφική ηλικία
Η ανθρώπινη συμπεριφορά, σε θεμελιώδες επίπεδο, βασίζεται στην κίνηση (Adolph & Berger, 2015). Στα αυτιστικά βρέφη, οι κινητικές καθυστερήσεις παρατηρούνται συχνότερα σε σχέση με τα μη αυτιστικά (West, 2019; Lim et al., 2021). Διάφορα πρώιμα σημάδια έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση του αυτισμού, βάσει μελετών που παρακολούθησαν την ανάπτυξη παιδιών σε διαφορετικά χρονικά σημεία:
Ασυνήθιστος τρόπος παρακολούθησης οπτικών ερεθισμάτων σε συνδυασμό με μειωμένο μυϊκό τόνο στο χέρι ήδη από την ηλικία του 1 μηνός (Karmel et al., 2010),
Λιγότερο ανεπτυγμένες οπτικές δεξιότητες και δεξιότητες αδρής κινητικότητας1 στους 6 μήνες (Estes et al., 2015),
Απουσία συμπεριφορών όπως το πιάσιμο και το ρίξιμο αντικειμένων ή η αδυναμία να διατηρούν όρθια στάση όταν κάθονται στην αγκαλιά, επίσης στους 6 μήνες (Lemcke et al., 2013).
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι πολλά αυτιστικά βρέφη εμφανίζουν διαφορετική αίσθηση και κινητικότητα ήδη από τους πρώτους έξι μήνες, γεγονός που περιορίζει την ικανότητά τους να εξερευνήσουν ενεργά το περιβάλλον τους:
Υποτονία (Samango-Sprouse et al., 2015),
Έλλειψη αναμονής πριν από την εκτέλεση κίνησης (Brisson et al., 2012), ή αδυναμία να σταματήσουν την πιπίλα χωρίς υποστήριξη (Lucas & Cutler, 2015),
Λιγότερο συμμετρικές και πιο βασικές στάσεις του σώματος (Esposito et al., 2009),
Καθυστέρηση στην αυθόρμητη έναρξη νέων στάσεων (Nickel et al., 2013),
Καθυστέρηση στην ανύψωση της κεφαλής όταν το βρέφος τραβιέται για να καθίσει (Flanagan et al., 2012· βλ. και Bradshaw et al., 2023),
Περισσότερη παρατήρηση αλλά λιγότερη εξερεύνηση με το στόμα ή τα χέρια (Kaur et al., 2015; Focaroli et al., 2024),
Αυξημένη ευαισθησία σε αισθητηριακά ερεθίσματα (Clifford et al., 2013),
Πιο σύντομες στιγμές σταθερής οπτικής προσοχής σε ακίνητα ερεθίσματα (Wass et al., 2015),
Πιθανά προβλήματα όρασης όπως στραβισμός (Bolton et al., 2012),
Ασυνήθιστες γενικές κινήσεις (Zappella et al., 2015).
Αυτές οι πρώιμες διαφορές μπορεί να παρερμηνευθούν ως μειωμένη “ζωντάνια”, πιο διακριτικά σήματα για προσοχή (Wan et al., 2013), ή ακόμα και ως παθητικότητα, με περιορισμένη δραστηριότητα και ένταση (Zwaigenbaum et al., 2005· Bolton et al., 2012· Del Rosario et al., 2014).
Έτσι, είναι πιθανό τα βρέφη να εκδηλώνουν ήδη αυτιστικές αισθητηριακές και κινητικές ιδιαιτερότητες (π.χ. ενισχυμένη αντίληψη, δυσκολίες στην κίνηση) πριν ακόμη τα διαγνωστικά εργαλεία μπορέσουν να τα αναγνωρίσουν ως αυτιστικά. Παραδείγματα αποτελούν η περιορισμένη οπτική παρακολούθηση προσώπων (βλ. “Οπτική επαφή”) και η έλλειψη κινητικής πρωτοβουλίας (Bryson et al., 2007).
Παρά τα παραπάνω, αυτά τα βρέφη εξακολουθούν να δείχνουν φυσιολογικά ή και αυξημένα επίπεδα κοινωνικής ανταπόκρισης, όπως το να παρακολουθούν το πρόσωπο της μητέρας τους ή των εξεταστών (Rozga et al., 2011· Ozonoff et al., 2010), να χαμογελούν, να γουργουρίζουν και να γελούν (Clifford et al., 2013· Del Rosario et al., 2014), ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν αυξημένη αισθητηριακή ευαισθησία (Clifford et al., 2013), ασυνήθιστες γενικές κινήσεις (Zappella et al., 2015), και μειωμένη κινητικότητα (Del Rosario et al., 2014).
Ορισμένες παρατηρήσεις φαίνεται να υποστηρίζουν την ιδέα ότι το stimming μπορεί να λειτουργεί ως μια πρώιμη μορφή αυτορρύθμισης για βρέφη με έντονη αισθητηριακή ευαισθησία και περιορισμένες δυνατότητες κινητικού συντονισμού, οι οποίες καθιστούν δύσκολη την παραγωγή ρυθμικών κινήσεων με το σώμα τους:
Χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας σε κοινωνικά δεκτικά βρέφη στους 6 μήνες, τα οποία αργότερα (στα 2 έτη) εμφάνισαν υψηλότερη δραστηριότητα και έλαβαν διάγνωση αυτισμού (Bolton et al., 2012· Del Rosario et al., 2014), και
Υψηλή αισθητηριακή ευαισθησία και τυπικά επίπεδα κοινωνικής ανταπόκρισης στους 6 μήνες, τα οποία προηγούνται από μειωμένη απόλαυση του κινήματος (π.χ. αγκαλιές ή λίκνισμα από τους γονείς) και εντονότερη αρνητική συναισθηματική διάθεση, που οφείλεται σε διαφορετικές ανάγκες σωματικής εγγύτητας στα 2 έτη (Clifford et al., 2013).
Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με την υπόθεση ότι οι αισθητηριακές και κινητικές ιδιαιτερότητες στη βρεφική ηλικία μπορεί να σχετίζονται με δυσκολίες στην πρώιμη ανάπτυξη δεξιοτήτων αυτορρύθμισης, όπως η ρύθμιση της προσοχής και των συναισθημάτων (Perry et al., 2024). Σε αυτό το πλαίσιο, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις και συμπεριφορές που συχνά παρατηρούνται σε αυτιστικά άτομα, όπως το κούνημα, το τίναγμα των χεριών ή οι ήχοι, ενδέχεται να παίζουν υποστηρικτικό ρόλο στη ρύθμιση του εσωτερικού τους κόσμου (Kapp et al., 2019b· βλ. McKinnon et al., 2019).
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι ένα βρέφος που παρουσίασε δυσκολίες στον στοματικό κινητικό συντονισμό και μειωμένο μυϊκό τόνο κατά τους πρώτους έξι μήνες. Παρότι έδειχνε κοινωνικότητα μέσα από χαμόγελα και γουργουρητά, η αυξημένη ευαισθησία στην αφή και η δυσκολία έναρξης πρωτοβουλιών κίνησης φάνηκαν να επηρεάζουν τη δυνατότητα συμμετοχής του σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (Dawson et al., 2000).
Παρόμοια, σε μια μελέτη διαπιστώθηκε ότι τα βρέφη που κοιμούνταν περισσότερο στους 5 μήνες και λιγότερο στους 14 μήνες είχαν περισσότερες πιθανότητες να λάβουν αργότερα διάγνωση αυτισμού (Begum-Ali et al., 2023). Η αλλαγή αυτή ενδεχομένως να σχετίζεται με την αυξημένη ανάγκη για ανεξαρτησία και ταυτόχρονη ευαλωτότητα σε αισθητηριακή υπερφόρτωση καθώς μεγάλωναν (βλ. “Μειωμένη αντιληπτική εστίαση”).
Αισθητηριοκινητική μάθηση
Τα αυτιστικά άτομα συχνά παρουσιάζουν πιο αργή κινητική εξέλιξη και διαφορετική εκτελεστική λειτουργία σε σχέση με τα νευροτυπικά άτομα, και αυτό μπορεί να επηρεάζει τη συνολική έκφραση της νευροδιαφορετικότητάς τους σε όλη τη διάρκεια της ζωής (Cho et al., 2022· Jertberg R. et al., 2024· Wilson et al., 2024). Οι διαφορές στον κινητικό σχεδιασμό και στον κινητικό έλεγχο συχνά γίνονται πιο εμφανείς όσο τα αυτιστικά παιδιά μεγαλώνουν (Chua et al., 2022).
Η δυσπραξία που παρατηρείται σε αυτιστικά παιδιά περιλαμβάνει δυσκολίες στον λεπτοκινητικό έλεγχο (π.χ. στις χειρονομίες), στη χρήση εργαλείων και αντικειμένων (π.χ. στο λειτουργικό παιχνίδι), καθώς και στη συνειδητή μίμηση κινήσεων (Dziuk et al., 2007). Αυτές οι προκλήσεις διαφέρουν ποιοτικά από τις κινητικές δυσκολίες που παρατηρούνται σε παιδιά με ΔΕΠΥ (MacNeil & Mostofsky, 2012) ή αναπτυξιακή διαταραχή του συντονισμού (Kilroy et al., 2022b).
Η ικανότητα μίμησης στα αυτιστικά παιδιά συνδέεται τόσο με κινητικές δεξιότητες όσο και με έναν πιο σύνθετο συνδυασμό αισθητηριακής-κινητικής επεξεργασίας, σε σύγκριση με παιδιά με ΔΕΠΥ ή άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας (Vanvuchelen et al., 2007· Biscaldi et al., 2015). Αν και οι δυσκολίες στη μίμηση εκφράσεων του προσώπου ή κινήσεων των χεριών μπορεί να βελτιώνονται με την ηλικία (Biscaldi et al., 2014), πολλοί αυτιστικοί ενήλικες συνεχίζουν να βασίζονται στη συνειδητά κατευθυνόμενη προσοχή για να μπορέσουν να μιμηθούν με ακρίβεια (Wild et al., 2012· βλ. Hamilton, 2008· Edwards, 2014). Η ποιότητα και ο συγχρονισμός των κινήσεων συχνά παραμένουν διαφορετικοί από τους νευροτυπικούς τρόπους (Biscaldi et al., 2014).
Πολλά αυτιστικά άτομα ενδέχεται να μαθαίνουν να κινούνται δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ίδιο τους το σώμα, τόσο στην πρώιμη βρεφική ηλικία (π.χ. κοιτώντας το σώμα τους και το δάπεδο ενώ μαθαίνουν να περπατούν), όσο και αργότερα στη ζωή. Αν και μπορεί να υπάρχουν πρώιμες κινητικές καθυστερήσεις, η μάθηση του περπατήματος συχνά επιτυγχάνεται με επιτυχία σε σύγκριση με άλλες ομάδες με σημαντικές αναπτυξιακές αναπηρίες (Bowler et al., 2024· Wilson et al., 2024· Bishop et al., 2016· Ming et al., 2007). Αυτό ίσως οφείλεται στην αυξημένη ιδιοδεκτική επίγνωση και προσοχή στο σώμα τους.
Για παράδειγμα, κάποια αυτιστικά βρέφη μπορεί να στρέψουν την προσοχή τους από την οπτική επαφή (Jones & Klin, 2013· Rutherford et al., 2015) προς τις ίδιες τους τις κινήσεις και το δάπεδο, προκειμένου να μάθουν να σέρνονται (βλ. Kretch et al., 2014). Ένα τυπικό μοτίβο μάθησης περιλαμβάνει εστίαση στην οπτική πληροφόρηση για τη θέση του σώματος στο χώρο, παρά στην παρατήρηση του εξωτερικού περιβάλλοντος (Masterton & Biederman, 1983· Morris et al., 2015· Sharer et al., 2016). Αυτό σχετίζεται με τις διαφορές στην ικανότητα μίμησης και γενικότερα με τα αυτιστικά μοτίβα επεξεργασίας και αλληλεπίδρασης (Haswell et al., 2009).
Αυτή η στροφή της προσοχής ενδέχεται να αποτελεί στρατηγική προσαρμογής σε ιδιαιτερότητες της οπτικοκινητικής ολοκλήρωσης (Linkenauger et al., 2012· Nebel et al., 2016· Lidstone & Mostofsky, 2021) και στην ανάγκη για σταθερότητα του σώματος (Travers et al., 2013· Lim et al., 2017· Oster & Zhou, 2022). Αυτές οι διαφοροποιήσεις μπορεί να επηρεάζουν την άνεση συμμετοχής σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει αναγνώριση των υποκειμενικών αυτιστικών αναγκών.
Ορισμένες ερμηνείες στο παρελθόν παρεξήγησαν αυτή τη σωματική εστίαση: για παράδειγμα, θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι τα αυτιστικά παιδιά που είχαν πιο ακριβή αίσθηση του σώματός τους εμφάνιζαν λιγότερη ενσυναίσθηση (Cascio et al., 2012). Ωστόσο, είναι πιθανό ότι η συνειδητή προσοχή στο σώμα αντανακλά την ανάγκη για ενεργή επεξεργασία της ιδιοδεκτικής πληροφορίας, καθώς αυτή δεν ενσωματώνεται πάντα αυτόματα (Shafer et al., 2021).
Πράγματι, ένα μοντέλο μικρο-κινήσεων ευθυγραμμισμένο με τη θεωρία αισθητηριακής–κινητικής λειτουργίας έχει εντοπίσει ενδείξεις για περισσότερο μεταβλητά και φαινομενικά τυχαία πρότυπα διακυμάνσεων στις κινήσεις δείξης, κάτι που αντανακλά μειωμένη αυθόρμητη ιδιοδεκτική επίγνωση (proprioception) στους αυτιστικούς ανθρώπους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά, όπου έως την προσχολική ηλικία διαμορφώνεται η διαισθητική ιδιοδεκτικότητα μέσω των εμπειριών τους, επιτρέποντας ευέλικτες, έγκαιρες και αυθόρμητες χειρονομίες (Brincker και Torres, 2013· Torres et al., 2013a,b· βλέπε επίσης Simeoli et al., 2019). Οι χειρονομίες που δείχνουν ή κρατούν αντικείμενα συμβάλλουν στην ανάπτυξη λεξιλογίου τόσο σε αυτιστικά όσο και σε μη αυτιστικά παιδιά (Özçalışkan et al., 2016). Ωστόσο, η διαφοροποίηση στις χειρονομίες διακρίνει με μοναδικό τρόπο τα αυτιστικά παιδιά από συνομηλίκους με γλωσσικές δυσκολίες ή αναπτυξιακές αναπηρίες κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία (Veness et al., 2012· West et al., 2024). Αυτό μπορεί να αντανακλά μειωμένη δεξιότητα λεπτής κινητικότητας στα αυτιστικά παιδιά σε σύγκριση με παιδιά με γλωσσικές αναπηρίες, παρά το γεγονός ότι και τα δύο μπορεί να αντιμετωπίζουν κάποιες κινητικές δυσκολίες (McPhillips et al., 2014).
Οι κινητικές δεξιότητες βοηθούν τα αυτιστικά παιδιά με περιορισμένη πρόσβαση στο λόγο να κατανοούν την ομιλία και τη γλώσσα. Μπορεί να είναι ο βασικότερος παράγοντας που συμβάλλει στο χάσμα μεταξύ κατανόησης (που είναι συχνά υψηλότερη) και εκφραστικής γλωσσικής ικανότητας (Chen et al., 2024b). Ωστόσο, τα κινητικά προβλήματα που οδηγούν σε έλλειψη χειρονομιών ή δείξης μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε υποτίμηση των νοητικών και επικοινωνιακών ικανοτήτων αυτών των παιδιών (Krueger, 2013· Courchesne et al., 2015· Girard et al., 2022· Kapp, 2023). Για παράδειγμα, τα παιδιά μπορεί να κάνουν σαφείς αλλά χωρίς ανταπόκριση απόπειρες επικοινωνίας (Krueger, 2013). Οι λεπτές κινητικές δεξιότητες διαδραματίζουν ρόλο σε κοινές διαδρομές προς τη συμμετοχική αλληλεπίδραση (Bhat et al., 2011· Jaswal και Akhtar, 2019), γεγονός που προάγει την ανάπτυξη της γλώσσας με την υποστήριξη ενός συνεργάτη (Adamson et al., 2019). Σε αυτιστικά παιδιά προσχολικής ηλικίας με περιορισμένη ομιλία, οι λεπτές κινητικές δεξιότητες προέβλεπαν ισχυρότερα τη γλωσσική εκφραστική ικανότητα στην πρώιμη ενήλικη ζωή (Bal et al., 2020).
Οι δυσκολίες στη λαβή αντικειμένων μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη της ομιλίας ή της επικοινωνίας. Για παράδειγμα, οι περιορισμένες λεπτές κινητικές δεξιότητες συνέβαλαν στην απουσία του (νευρο)τυπικού προσανατολισμού προς το σχήμα κατά την εκμάθηση λέξεων στα αυτιστικά παιδιά (Potrzeba et al., 2015), ένα μοναδικό εύρημα που μπορεί να οφείλεται σε δυσκολίες στη σύλληψη αντικειμένων ή στη χρήση χειρονομιών. Επιπλέον, η αδύναμη λαβή του χεριού σχετίζεται με πιο εμφανείς διαφορές στην επικοινωνία μεταξύ αυτιστικών ατόμων σε όλες τις ηλικίες, ανεξαρτήτως ιστορικού “παλινδρόμησης” ή δείκτη νοημοσύνης (IQ) (Kern et al., 2011· Travers et al., 2015). Τα αυτιστικά άτομα τείνουν να δυσκολεύονται στην εκτέλεση κινήσεων προσέγγισης και λαβής που αλληλεπιδρούν με τις αντιδράσεις των άλλων και επηρεάζουν την αλληλεπίδραση (Sacrey et al., 2014b). Ενώ οι αδρές κινητικές δεξιότητες σχετίζονται περισσότερο με τη γενική γλωσσική ικανότητα (συμπεριλαμβανομένης της κατανόησης) και την επικοινωνία στα αυτιστικά άτομα (Bedford et al., 2016· Hannant, 2018), η φτωχή στοματική και λεπτή κινητικότητα από τη βρεφική έως την πρώιμη παιδική ηλικία σχετίζεται ιδιαίτερα με την παραγωγή ομιλίας (Iverson και Wozniak, 2007· Gernsbacher et al., 2008a· Belmonte et al., 2013· LeBarton και Iverson, 2013). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για αυτιστικά άτομα με μειωμένο λόγο (Chenausky et al., 2019· Butler και Tager-Flusberg, 2023).
Ηχοπραξία και Ηχολαλία: Αυτόματη Μίμηση
Τα αυτιστικά άτομα συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τις εκούσιες ενέργειες, αλλά συνήθως όχι με τις αυτόματες, όπως οι κινήσεις των ματιών (Minshew et al., 1999), η παρακολούθηση του βλέμματος (Kirchgessner et al., 2015), η ανύψωση με τα δύο χέρια (Martineau et al., 2004), η κίνηση, ο έλεγχος της ισορροπίας (Vernazza-Martin et al., 2005) και η λαβή (Stoit et al., 2013). Η ικανότητα να αντιστοιχούν αυθόρμητα και ακριβώς με τις κινήσεις ενός άλλου ατόμου σε νεαρά αυτιστικά παιδιά προβλέπει την ανάπτυξη της προφορικής γλώσσας (Stone και Yoder, 2001; Miniscalco et al., 2014).
Η τυπική ή υψηλή κοινωνική ανταπόκριση, όπως κατανοείται συνήθως σε βρέφη που διαγιγνώσκονται αργότερα με αυτισμό, ίσως αντανακλά εν μέρει μια αυτόματη υπερμιμητική ανταπόκριση στις ενέργειες των άλλων, ή την ηχολαλία, σε συνδυασμό με πιο εμφανή αυτισμό και αναπτυξιακή αναπηρία. Σε αυτιστικούς ενήλικες:
η αυτόματη υπερμιμητική κίνηση των χεριών τους και
η απροθυμία τους να αποδώσουν νοητικές καταστάσεις στα τρίγωνα2 ( σε ένα τεστ “θεωρίας του νου”)
σχετίζεται, παραδόξως, με την αντίληψή τους ως άτομα που στερούνται κοινωνικής και συναισθηματικής αμοιβαιότητας (Spengler et al., 2010). Πράγματι, η αυτόματη υπερμιμητική τάση στα αυτιστικά άτομα σχετίζεται ιδιαίτερα με την τάση για μίμιση των κινήσεων των χεριών ανθρώπων παρά ρομποτικών (Bird et al., 2007). Αντίστοιχα, η αυτόματη υπερμιμητική κίνηση των δαχτύλων σχετίζεται με πιο εμφανή αυτισμό (Sowden et al., 2016). Άλλες μελέτες βρίσκουν συνεχώς στοιχεία που δείχνουν τουλάχιστον τυπικά επίπεδα αυτόματης μίμησης στα αυτιστικά άτομα (Hamilton et al., 2007; Press et al., 2010; Schunke et al., 2016).
Οι διαφορές των αυτιστικών ατόμων στη διάκριση “εαυτού-άλλου” στην αυτόματη μίμηση εντοπίζεται στο επίπεδο της αισθητηριακής-κινητικής επεξεργασίας (Cracco et al., 2018). Η αυξημένη εσωτερική μεταβλητότητα στις αισθητηριακές και κινητικές εμπειρίες των ατιστικών ατόμων οδηγεί σε δυσκολίες στην ενοποίηση αυτών των πληροφοριών σε πιο σύνθετα επίπεδα επεξεργασίας για τον αποτελεσματικό προγραμματισμό και έλεγχο της κίνησης (Gowen και Hamilton, 2013; Torres et al., 2013a; Fourie et al., 2025). Αυτό μπορεί να συμβάλλει στη μειωμένη επίδραση της εμπειρίας πάνω στο βίωμα των δικών τους ενεργειών, για τις οποίες οι περισσότεροι άνθρωποι βασίζονται για τη γρήγορη αντίληψη των συμπεριφορών των άλλων, όπως στην “κοινή προσοχή” (βλ. Mundy et al., 2010; Mostofsky και Ewen, 2011; Donnellan et al., 2013). Τα αυτιστικά παιδιά διαφόρων ικανοτήτων και αναγκών υποστήριξης δείχνουν υψηλή ανταπόκριση στην μίμηση της συμπεριφοράς τους από ενήλικες (Nadel, 2015), καθώς μπορεί να ενισχύει τη συνείδηση του εαυτού και των άλλων και να ενσωματώνει μεγαλύτερη αμοιβαιότητα από τον άλλο (Gernsbacher, 2006). Ομοίως, όταν οι γονείς συγχρονίζουν ή προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους (π.χ., αντανακλώντας το ρυθμό του παιδιού) σε αντίδραση στη συμπεριφορά του αυτιστικού τους παιδιού, αυτό ενδέχεται να αντικατοπτρίζει μια μορφή μίμησης του παιδιού από τους ενήλικες και να προβλέπει αυξημένη ανταπόκριση και λεκτική έκφραση από το παιδί (Gulsrud et al., 2016).
Ομοίως, η ομιλία που φαίνεται να έχει χαθεί μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν ηχολαλία (Clarke, 2019) δηλαδή μίμηση της γλώσσας άλλων προσώπων (Jaswal και Akhtar, 2019). Η πρώιμη χρήση μονοσύλλαβων λέξεων, ακολουθούμενη από μεταγενέστερη ανάπτυξη μιας πιο ευέλικτης και σύνθετης γλώσσας, μπορεί να αντανακλά ηχολαλία και να σχετίζεται με τΑ αυτιστικά παιδιά που δίνουν την εντύπωση “υποχώρησης” (Gagnon et al., 2021). Η ηχολαλία ως απάντηση σε άμεσα επικοινωνιακά ερεθίσματα έχει συσχετιστεί με μειωμένη προσαρμογή σε αυτιστικά άτομα με χαμηλή λεκτικότητα που ζουν σε ιδρυματικά περιβάλλοντα (Grossi et al., 2013). Ωστόσο, η ηχολαλία μπορεί να βοηθήσει τόσο τα αυτιστικά όσο και τα μη αυτιστικά άτομα να μάθουν τη γλώσσα (Haydock et al., 2024), και σχεδόν όλα τα αυτιστικά παιδιά και νεαρά άτομα συμμετέχουν σε αυτήν (Maes et al., 2024). Αν οι άλλοι την αντιληφθούν απλώς ως στερεοτυπική ή επαναληπτική συμπεριφορά (American Psychiatric Association, 2013) αντί για μορφή επικοινωνίας, ενδέχεται να χαθούν πολύτιμες ευκαιρίες για επικοινωνία και σύνδεση.
Οπτική Επαφή
Κατά τους πρώτους μήνες ζωής, τα αυτιστικά βρέφη φαίνεται να διατηρούν παρόμοια επίπεδα οπτικής επαφής με τους μη αυτιστικούς συνομηλίκους τους (Falck-Ytter, 2024). Ωστόσο, δυσκολίες στον οφθαλμοκινητικό συντονισμό (κινήσεις ματιών), στο ακουστικό φιλτράρισμα και στην αισθητηριακή ολοκλήρωση που σχετίζεται με την ομιλία φαίνεται να συμβάλλουν στη μείωση της οπτικής επαφής ως αντίδραση στην επικοινωνία. Τα βρέφη που αργότερα διαγνώστηκαν με αυτισμό ή εντοπίστηκαν σε προληπτικό έλεγχο τείνουν να κοιτούν στα μάτια εξίσου συχνά με τα τυπικά αναπτυσσόμενα βρέφη κατά τους πρώτους μήνες ζωής (Young et al., 2009· Jones & Klin, 2013· de Klerk et al., 2014· Pineda et al., 2015). Ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι η αυξημένη εστίαση στα μάτια σχετίζεται, σε κάποιες περιπτώσεις, με μεγαλύτερες δυσκολίες στην αναγνώριση προσώπων, στην επεξεργασία της ομιλίας και στον κινητικό συντονισμό (de Klerk et al., 2014· Young et al., 2009· Pineda et al., 2015). Η απουσία αυθόρμητων κινήσεων των ματιών σε νεογνά που αργότερα λαμβάνουν διάγνωση αυτισμού φαίνεται να προβλέπει, έως την ηλικία των 2 ετών, χαμηλότερη γλωσσική, γνωστική και κινητική ανάπτυξη (Pineda et al., 2015).
Διαφορές στη λειτουργική συνδεσιμότητα μεταξύ εγκεφαλικών περιοχών που εμπλέκονται στην ακουστικοκινητική ολοκλήρωση έχουν εντοπιστεί ήδη από τη νεογνική ηλικία σε αυτιστικά βρέφη (Perani et al., 2011· Liu et al., 2019, 2020) και θεωρούνται εξαιρετικά πρώιμες νευροφυσιολογικές ενδείξεις αυτισμού (Morrel et al., 2023). Η παρουσία ομιλίας φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τη σάρωση του προσώπου σε βρέφη 6 μηνών που αργότερα διαγιγνώσκονται με αυτισμό (Shic et al., 2014). Σε αυτή την ηλικία, η προσοχή στα πρόσωπα κυμαίνεται σε μέσο επίπεδο και, ενώ στα νευροτυπικά παιδιά αυξάνεται με την ηλικία, στα αυτιστικά τείνει να μειώνεται (Jones και Klin, 2013· Rutherford et al., 2015· Gangi et al., 2021).
Τα αυτιστικά βρέφη φαίνεται πως στρέφουν το βλέμμα αλλού για να ακούσουν καλύτερα, μια στρατηγική που παρατηρείται και σε αυτιστικούς ενήλικες (Garvey et al., 2024· Doherty-Sneddon et al., 2012· Falck-Ytter, 2015). Συχνά στρέφουν επίσης την προσοχή στα στόματα, πιθανώς σε προσπάθεια συγχρονισμού των φωνητικών πληροφοριών με την κίνηση των χειλιών (ανάγνωση χειλιών· Kapp, 2016). Ωστόσο, λόγω δυσκολιών στην αισθητηριακή ολοκλήρωση, αυτή η στρατηγική δεν είναι πάντα αποτελεσματική (Zhou et al., 2025).
Οι αυτιστικοί άνθρωποι συχνά αντιμετωπίζουν δια βίου προκλήσεις στην ακουστικοοπτική ολοκλήρωση — περιλαμβανομένης της δυσκολίας στο φιλτράρισμα του θορύβου — οι οποίες επηρεάζουν την κατανόηση της ομιλίας και άλλες κοινωνικές διεργασίες (Feldman et al., 2018· Callejo και Boets, 2023· Choi et al., 2023· Jertberg R. M. et al., 2024). Τα αυτιστικά παιδιά συνεχίζουν να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εστιάσουν στα στόματα και να διαβάσουν τα χείλη, κυρίως λόγω δυσκολιών στην ταυτόχρονη επεξεργασία ήχου και κινούμενης εικόνας προσώπου (Newman et al., 2021· Polzer et al., 2024). Παρ' όλα αυτά, η ανάγνωση χειλιών παραμένει μια σημαντική στρατηγική ακουστικοοπτικής ολοκλήρωσης δια βίου (Kapp et al., 2019a· Newman et al., 2021).
Η αμοιβαία οπτική επαφή μεταξύ φροντιστών και παιδιών, αυτιστικών και μη, είναι σπάνια και δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη κοινής προσοχής (Adolph και West, 2022· Yurkovic-Harding et al., 2022· Thorup et al., 2024). Μάλιστα, αυτιστικά παιδιά με υπερευαισθησία στην αντίληψη και κινητικές διαφορές μπορεί να βασίζονται περισσότερο στην καλυμμένη προσοχή: την ικανότητα παρακολούθησης χωρίς εμφανείς κινήσεις των ματιών (Gernsbacher et al., 2008b,c). Όταν οι φροντιστές δεν αναγνωρίζουν αυτές τις εναλλακτικές μορφές προσοχής ή δεν βλέπουν “μέσα από τα μάτια του παιδιού”, ενδέχεται να παρερμηνεύσουν τις ενδείξεις σύνδεσης, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων (Amso et al., 2014· βλ. Kapp, 2018b).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένα αυτιστικά άτομα αναπτύσσουν γλωσσικές δεξιότητες όπως ανάγνωση και γραφή ανεξάρτητα από την ικανότητα για την παραδοσιακή κοινή προσοχή ή προφορική επικοινωνία (Kissine et al., 2023).
Κοινωνική Απόκριση: Διαφορές στην Αντίληψη Ερεθισμάτων
Οι δυσκολίες των αυτιστικών βρεφών στην επεξεργασία της κίνησης μπορεί να επηρεάζουν σταδιακά και αυξανόμενα, σε συνδυασμό και με άλλες αναπτυξιακές απαιτήσεις, την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται σε τυπικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Τα αυτιστικά βρέφη παρουσιάζουν διαφορές στην επεξεργασία της παγκόσμιας κίνησης, οι οποίες σχετίζονται με βραδύτερη γλωσσική ανάπτυξη (Nyström et al., 2021· Hardiansyah et al., 2023· Hedenius et al., 2023), κάτι που παραλληλίζεται με τις διαρκείς προκλήσεις που έχουν τα αυτιστικά άτομα στην επεξεργασία της κίνησης (Van der Hallen et al., 2019). Η παρατήρηση της κίνησης των άλλων, και όχι απαραίτητα η κοινωνικότητα καθεαυτή, μπορεί να δημιουργεί προκλήσεις στην αντίληψη για τα αυτιστικά βρέφη, καθώς η ασυνήθιστη νευρική αντίδραση στις μεταβολές στην οπτική επαφή (και όχι σε στατικές εικόνες) μπορεί να προβλέψει τη διάγνωση αυτισμού στην ηλικία των 3 ετών (Elsabbagh et al., 2012). Αυτές οι πρώιμες αντιληπτικές διαφορές συνδέονται με νευρολογικές αποκλίσεις (Weisberg et al., 2014) και μοτίβα αυθόρμητης προσοχής (Hanley et al., 2013) που παρατηρούνται και σε αυτιστικούς εφήβους και νεαρούς ενήλικες κατά την επεξεργασία δυναμικών κοινωνικών ερεθισμάτων (π.χ. βίντεο), αλλά όχι στατικών εικόνων.
Επιπλέον, τα αυτιστικά βρέφη παρουσιάζουν διαφορές στην επεξεργασία της παγκόσμιας μορφής που σχετίζονται με βραδύτερη οπτική γνωστική ανάπτυξη (Nyström et al., 2021· Hedenius et al., 2023), γεγονός που παραλληλίζεται με τις ικανότητες των αυτιστικών ατόμων στην επεξεργασία στατικών εικόνων και τις ενισχυμένες επιδόσεις τους σε οπτικοχωρικές εργασίες. Η αυξημένη οπτική αναζήτηση στην ηλικία των 9 μηνών προβλέπει πιο έντονες αυτιστικές εκδηλώσεις στους 15 μήνες και στα 2 έτη (Gliga et al., 2015), αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη οπτικοαντιληπτικών ικανοτήτων που σχετίζονται με πιο εμφανή αυτιστικά χαρακτηριστικά σε παιδιά και εφήβους (Joseph et al., 2009· Keehn και Joseph, 2016). Αυτές οι ομαδικές διαφορές εντοπίζονται κυρίως σε δοκιμασίες χωρίς σαφείς στόχους (Keehn και Joseph, 2016), αναδεικνύοντας διαφορές σε αυτόματες και εν πολλοίς ακούσιες διαδικασίες αντίληψης. Πράγματι, οι “κορυφές” στην αντιληπτική λειτουργία των αυτιστικών ατόμων δεν συνδέονται απαραίτητα με τα ενδιαφέροντά τους, αλλά προκύπτουν από ενδογενείς νευρογνωστικές διεργασίες (Meilleur et al., 2015· Courchesne et al., 2020).
Τα αυτιστικά βρέφη μπορεί να βιώσουν αυξημένη διέγερση και αντίληψη ως απάντηση στις αυξανόμενες αισθητηριακές και άλλες αναπτυξιακές απαιτήσεις. Η μεγαλύτερη διάμετρος της κόρης ως αντίδραση σε συναισθηματικά πρόσωπα στα αδέλφια των αυτιστικών παιδιών στην ηλικία των 9 μηνών μπορεί να προβλέψει μεγαλύτερες διαφορές στην κοινωνική επικοινωνία στην ηλικία των 18 μηνών (Wagner et al., 2016). Αυτό το εύρημα αντικατοπτρίζει τον ενισχυμένο αντανακλαστικό του φωτός στην παιδική ηλικία, το μέγεθος του οποίου μπορεί να προβλέψει τη διάγνωση αυτισμού και τα χαρακτηριστικά του στην παιδική ηλικία (Nyström et al., 2018). Ωστόσο, αυτός ο αντανακλαστικός μηχανισμός μειώνεται στο δεύτερο έτος της ζωής, περίπου τη στιγμή που συνήθως παρατηρείται η “αναπτυξιακή οπισθοδρόμηση” (Fish et al., 2021; Tan et al., 2021).
Ενώ η δυσ-ρυθμισμένη διάταση της κόρης για αισθητηριακούς ή προσοχής λόγους μπορεί να εμποδίζει αυτό το αντανακλαστικό σε πολλά αυτιστικά παιδιά (de Vries et al., 2021; Zhao et al., 2022), όταν οι αυτιστικοί νέοι εμφανίζουν ενισχυμένο αντανακλαστικό φωτός της κόρης σε αισθητηριακό-αντιληπτικό επίπεδο, αυτό σχετίζεται θετικά με την απόδοση στην κοινωνική-γνωστική λειτουργία. Αντίθετα, για τους μη αυτιστικούς συνομηλίκους τους, παρατηρείται το αντίθετο μοτίβο (Bast et al., 2019). Αυτό μπορεί να υποδεικνύει ότι η ενισχυμένη αντίληψη βοηθά τα αυτιστικά άτομα να αντιληφθούν μη λεκτικά σημάδια μέσω προσώπων και γλώσσας του σώματος, όταν αυτά δεν είναι υπερβολικά διεγερτικά. Πράγματι, η παροχή περισσότερου χρόνου για την επεξεργασία της κίνησης (Robertson et al., 2014), όπως η επιβράδυνση της παρουσίασης εκφράσεων προσώπου (Gepner et al., 2001, 2021) ή η προσφορά φίλτρων χρώματος σύμφωνα με την επιλογή των αυτιστικών ατόμων, τους βοηθά να διαβάσουν (λέξεις και άτομα: Ludlow et al., 2006, 2012, 2020; Whitaker et al., 2016) ή να τις μιμηθούν (Tardif et al., 2007; Lainé et al., 2011).
Η ακουστική λειτουργία αποδεικνύει περαιτέρω αυτές τις βασικές αντιληπτικές διαδικασίες, υποστηρίζοντας τη κλασική θεωρία για τον αυτισμό, ο οποίος συνδέεται με τη φυσιολογική υπερδιέγερση (Hutt et al., 1964) και τις αισθητηριακές-κινητικές διαφορές που σχετίζονται με τη λειτουργία του εγκεφαλικού στελέχους (Rimland, 1964; Ornitz, 1974; Ornitz et al., 1985). Αυτές οι διαφορές συνεχώς συγκεντρώνουν αποδείξεις (Delafield-Butt and Trevarthen, 2017; Dadalko and Travers, 2018; Burstein and Geva, 2021).
Σχετικά με την υπερευαισθησία στον ήχο κατά τη βρεφική ηλικία που συνδέεται με τον αυτισμό, μόνο για εκείνους με αυξημένη ακουστική αντίδραση του εγκεφαλικού στελέχους κατά τη γέννηση, η μεγαλύτερη προτίμηση για διέγερση στους 4 μήνες προβλέπει σημάδια αυτισμού (κυρίως κοινωνικά) και δυσκολία με την ομιλία στην ηλικία των 3 ετών. Αυτά τα ευρήματα σε τρία χρονικά σημεία προέβλεψαν τη διάγνωση αυτισμού και πιο εμφανή αυτιστικά χαρακτηριστικά (Cohen et al., 2013). Αυτά τα αποτελέσματα κινούνται παράλληλα με παρατεταμένες, στενές ακουστικές αντιδράσεις του εγκεφαλικού στελέχους στα αυτιστικά νεογέννητα (Miron et al., 2016; Torres et al., 2023), και αντίστοιχα αργές αντιδράσεις σε αυτιστικά παιδιά (Rosenhall et al., 2003). Συμπίπτουν επίσης με αποδείξεις για διευρυμένα παράθυρα χρόνου την πολυαισθητηριακή αντίληψη των αυτιστικών ατόμων(Foss-Feig et al., 2010; Baum et al., 2015) και ευρύτερες δυσκολίες με τα χρονοδιαγράμματα των διαδικασιών τόσο στους αυτιστικούς όσο και στους συντρόφους τους (Murat Baldwin et al., 2022).
Αν και η προσοχή παίζει ρόλο στην αντίληψη, τα δεδομένα δείχνουν ότι η bottom-up επεξεργασία, η οποία βασίζεται στο άμεσο αισθητηριακό (και κοινωνικό) περιβάλλον, συμβαίνει μέσα από σχετικά αυτόματες διαδικασίες και δεν καθορίζεται απαραίτητα από τα ενδιαφέροντα του ατόμου (όσο κι αν αυτά προσθέτουν χαρά στη ζωή). Μία παλιότερη προσαρμογή (Kapp, 2013) της αισθητηριακής-κινητικής θεωρίας των Donnellan και συν. (2010, 2013) είχε προτείνει τη βαρύτητα του δικτύου σημασίας (salience network)3, το οποίο ενσωματώνει εξωτερικά αισθητηριακά ερεθίσματα με τις ίδιες τις σωματικές, συναισθηματικές και νοητικές καταστάσεις του ατόμου (Uddin et al., 2013). Η υπερσυνδεσιμότητα σε αυτό το δίκτυο σε βρέφη έξι εβδομάδων προέβλεψε συμπεριφορές που σχετίζονται με τον αυτισμό, ενώ η μεγαλύτερη συνδεσιμότητα με αισθητηριακές περιοχές σχετίστηκε με αισθητηριακές συμπεριφορές που αναφέρθηκαν από τους γονείς μέσα στο πρώτο έτος ζωής (Tsang et al., 2024). Αυτό παραλληλίζεται με εγκεφαλικά πρότυπα που έχουν παρατηρηθεί σε αυτιστικά παιδιά (Green S. et al., 2016).
Μελέτες όπως αυτές υποδεικνύουν ότι η αυξημένη προσοχή σε αισθητηριακά ερεθίσματα (λόγω διάσπασης, ευχαρίστησης ή πόνου) και, πράγματι, η δυσκολία στην απεμπλοκή της προσοχής μπορεί να πηγάζει από αισθητηριακές ευαισθησίες, πέρα από τις δυσκολίες στον έλεγχο των κινήσεων των ματιών. Για τα αυτιστικά βρέφη, η μεγαλύτερη διαστολή της κόρης του ματιού κατά την ακρόαση ενός μη κοινωνικού ήχου (όπως το τρεχούμενο νερό) προέβλεψε διάγνωση αυτισμού και συσχετίστηκε με “κολλημένη προσοχή” (λιγότερες μετακινήσεις βλέμματος), ενώ η απόκρισή τους σε μωρουδίστικο λόγο (baby talk) δεν διέφερε από εκείνη των ομάδων σύγκρισης (Rudling et al., 2022).
Διάφορα χαρακτηριστικά που είναι τυπικά στον αυτισμό, όπως η αυξημένη ανθεκτικότητα στη διάσπαση της προσοχής ή οι δυσκολίες στον έλεγχο των κινήσεων των ματιών, μπορεί να συμβάλλουν στην υπερεστίαση (hyperfocus) σε ορισμένα βρέφη (βλ. Gernsbacher et al., 2008c). Μια διά βίου δυσκολία στην απεμπλοκή της προσοχής παρατηρείται συχνά σε μερικούς αυτιστικούς ανθρώπους (Keehn et al., 2013; Sacrey et al., 2014a) και σχετίζεται με αυξημένη υπερευαισθησία και αναζήτηση αισθητηριακών εμπειριών (Sabatos-DeVito et al., 2016).
Επίσης, μπορεί να συνδέεται με κακή οφθαλμοκινητική λειτουργία, που συμβάλλει σε γλωσσικές δυσκολίες στους αυτιστικούς ανθρώπους (Kelly et al., 2013) και μπορεί να σχετίζεται με πιο εμφανή αυτιστικά χαρακτηριστικά (Ziv et al., 2024). Επιπλέον, η συνύπαρξη ΔΕΠΥ μπορεί να επιδεινώνει τις δυσκολίες στον έλεγχο της προσοχής (Dupuis et al., 2022).
Ενδιαφέροντα και αυτισμός
Για όλους αυτούς τους λόγους και άλλους, τα αυτιστικά άτομα και οι σύντροφοι τους ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση ή την αλληλεπίδραση μεταξύ τους (ιδιαίτερα με εκείνους που διαφέρουν περισσότερο από αυτούς, Milton, 2012). Όπως περιγράφεται από τη θεωρία του μονοτροπισμού4, η οποία έχει αναπτυχθεί από αυτιστικά άτομα, όταν συμβαίνει αυτό, οι νέοι αυτιστικοί άνθρωποι ενδέχεται να αποτραβηχτούν για να εμβαθύνουν σε άλλες δραστηριότητες ή ενδιαφέροντα (Murray et al., 2005).
Οι αφηγήσεις γονέων που περιγράφουν τα παιδιά τους, τα οποία θεωρούσαν ότι αναπτύσσονται τυπικά και στη συνέχεια “πισωγύρισαν” στον αυτισμό, αναφέρουν επιτυχίες στην ενθάρρυνση του αυτιστικού παιδιού να εμβαθύνει στα ενδιαφέροντά του και να τα χρησιμοποιήσει ως ευκαιρία μάθησης (Isaacson, 2009; Barnett, 2013; Suskind, 2014). Κάποιος μπορεί να θεωρήσει ότι η ενθάρρυνση του “σπιρτόζικου” ενδιαφέροντος του παιδιού του (πάθη: Barnett, 2013) αποτελεί καλή αναπτυξιακή αρχή, παρά η “θεραπεία μέσω ενδιαφερόντων”5 (Suskind, 2014), καθώς μπορεί να υποστηρίξει τη μάθηση λέξεων (Arunachalam et al., 2024) και να προάγει την ευημερία στην εκπαίδευση (American Psychiatric Association, 2013; Gunn and Delafield-Butt, 2016), στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση,το παιχνίδι (Gunn and Delafield-Butt, 2016; Harrop et al., 2019 )αλλά και στην εργασία (American Psychiatric Association, 2013).
Η εμβάθυνση των αυτιστικών ατόμων σε εργασίες μπορεί επίσης να οφείλεται εν μέρει σε κινητικές διαφορές, όπως η σχετική “παγίδευση” σε μια δραστηριότητα. Αυτό περιλαμβάνει τόσο τη δυνατότητα υπερεστίασης ή αντίστασης στους περισπασμούς (π.χ. προσοχή που βασίζεται σε στόχους ή ενδιαφέροντα: Dupuis et al., 2022; Gernsbacher et al., 2008c), όσο και δυσκολίες στην έναρξη και την απεμπλοκή από εργασίε (Hill and Bird, 2006; Buckle et al., 2021), ή έναν συνδυασμό αυτών (Russell et al., 2019; Dwyer et al., 2024; Heasman et al., 2024; Rapaport et al., 2024a,b). Αυτός ο τομέας αποτελεί μέρος της αισθητηριακής–κινητικής προσέγγισης, η οποία τονίζει επίσης τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίζει το στρες (Donnellan et al., 2006).
[ Συνεχίζεται στο 1ο και το 3ο Μέρος ]
ΣτΜ
Η επιμέλεια αυτού του άρθρου στην ελληνική γλώσσα στοχεύει στην ενίσχυση της ουσιαστικής συμπερίληψης των αυτιστικών και άλλων νευροδιαφορετικών ατόμων στην ακαδημαϊκή έρευνα και την επικοινωνία της, και την καλλιέργεια ενός κριτικού αναστοχασμού πάνω στην αντικειμενικότητά της όσον αφορά τον αυτιστικό πληθυσμό και άλλες νευρομειοψηφίες.
Αδρή κινητικότητα:
Ο όρος “αδρή κινητικότητα” (ή “αδρές κινητικές δεξιότητες”) αναφέρεται στις κινητικές δεξιότητες που απαιτούν τη χρήση μεγάλων μυϊκών ομάδων για κινήσεις όπως:
περπάτημα, τρέξιμο, πηδήματα
ισορροπία, σκαρφάλωμα, αναρρίχηση
χρήση κορμού και άκρων για γενικό κινητικό συντονισμό (π.χ. να πετάξει κάποιος μια μπάλα, να κάνει ποδήλατο)
Στον αυτισμό:
Πολλά αυτιστικά άτομα, από την παιδική ηλικία, εμφανίζουν διαφορές ή δυσκολίες στην αδρή κινητικότητα, όπως:
Καθυστερήσεις στο να περπατήσουν ή να τρέξουν
Αδεξιότητα, “ασυντόνιστες” κινήσεις
Δυσκολία στη διατήρηση ισορροπίας
Αναπτυξιακή δυσπραξία (συχνή συννοσηρότητα)
Αυτές οι διαφορές δεν είναι παθολογικές καθαυτές, αλλά δείχνουν ένα διαφορετικό κινητικό προφίλ που μπορεί να επηρεάζει την καθημερινή λειτουργικότητα, τη συμμετοχή σε παιχνίδι ή κοινωνικές δραστηριότητες, και την αίσθηση σωματικού ελέγχου.
Theory of Mind
Από τη δεκαετία του 1980, ιδιαίτερα μετά την έρευνα των Baron-Cohen, Leslie & Frith (1985), έγινε αποδεκτό ότι οι δυσκολίες των αυτιστικών παιδιών να περάσουν από τεστ ToM (π.χ. το τεστ του «ψευδούς πιστεύω») σημαίνουν πως στερούνται αυτής της ικανότητας. Αυτό οδήγησε στην αντίληψη ότι:
τα αυτιστικά άτομα δεν κατανοούν ότι οι άλλοι έχουν διαφορετικές σκέψεις
άρα, δεν μπορούν να έχουν ενσυναίσθηση
και ως εκ τούτου, εμφανίζονται ως “κοινωνικά ακατάλληλα” ή “συναισθηματικά κλειστά ”
Γιατί αυτό είναι μύθος:
Η “έλλειψης ToM” βασίζεται σε τεστ που δεν λαμβάνουν υπόψη γνωστικές, γλωσσικές ή αισθητηριακές διαφορές. Δηλαδή, ένα παιδί μπορεί να αποτύχει στο τεστ όχι επειδή δεν καταλαβαίνει τους άλλους, αλλά επειδή το τεστ δεν είναι προσαρμοσμένο στις δικές του μορφές σκέψης.
Η θεωρία αγνοεί τις εμπειρίες των ίδιων των αυτιστικών ατόμων, που συχνά αναφέρουν έντονη ενσυναίσθηση και αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων — μερικές φορές σε βαθμό υπερευαισθησίας.
Η νεότερη έννοια του “Διπλού Προβλήματος Ενσυναίσθησης” (Double Empathy Problem) προτείνει ότι η δυσκολία επικοινωνίας δεν οφείλεται μόνο στον αυτιστικό άνθρωπο, αλλά σε αμοιβαία αποτυχία κατανόησης μεταξύ διαφορετικών νευροτύπων.
Η υπόθεση ότι τα αυτιστικά άτομα στερούνται “Theory of Mind” είναι απλουστευτική, παθολογικοποιητική και πολιτισμικά προκατειλημμένη. Υποτιμά την πολυπλοκότητα της αυτιστικής εμπειρίας και συμβάλλει στη στιγματοποίηση.
Salience Network
Είναι ένα μέρος του εγκεφάλου που επιλέγει τι είναι σημαντικό αυτή τη στιγμή. Βοηθά να εστιάζουμε σε ερεθίσματα που έχουν σημασία για εμάς, π.χ. να δούμε ότι κάποιος μας μιλάει, να νιώσουμε πείνα, ή να αντιληφθούμε ότι κάτι μας ανησυχεί.
Μονοτροπισμός
Ο μονοτροπισμός (monotropism) είναι μια θεωρία που προτείνει ότι ο αυτιστικός νους λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο συγκέντρωσης της προσοχής. Το αυτιστικό άτομο εστιάζει βαθιά και αποκλειστικά σε ένα ή δύο ενδιαφέροντα ή ερεθίσματα, δυσκολευόμενο να «μοιράσει» την προσοχή του σε πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Αντίθετα, οι μη-αυτιστικοί (νευροτυπικοί) άνθρωποι λειτουργούν συνήθως πολυτροπικά (polytropism): δηλαδή έχουν ευρύτερη, πιο διάχυτη κατανομή προσοχής και πιο εύκολες μετατοπίσεις.
Ο μονοτροπισμός μπορεί να εξηγήσει:
τις έντονες “ειδικές ενασχολήσεις” ή ενδιαφέροντα (deep interests)
τη δυσκολία μετάβασης από μια δραστηριότητα σε άλλη (transition difficulty)
την καθυστέρηση απόκρισης σε κοινωνικά ερεθίσματα, όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος αλλά από γνωστική υπερφόρτωση
τη δυσκολία στο multitasking, αλλά και την υψηλή ικανότητα στην εστιασμένη εργασία
Affinity therapy (θεραπεία μέσα από τα ενδιαφέροντα):
Πρόκειται για μια “θεραπευτική” χρήση των ενδιαφερόντων του παιδιού, κυρίως για να το βοηθήσει να συνδεθεί με άλλους, να μάθει δεξιότητες ή να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του.
Share this post