Λογικός Θετικισμός στη Φιλοσοφία - Κλασσικός Γνωστικισμός στην Ψυχολογία
Ιστορικά και σύγχρονα πρόβληματα
Στο βιβλίο Positivism in Psychology: Historical and Contemporary Problems (1991) μια σειρά ειδικών ασχολούνται με τις επιπτώσεις της θετικιστικής σκέψης, έχει τις ρίζες του στον καρτεσιανισμό του 17ου αιώνα και στον εμπειρισμό του 18ου αιώνα, όπως εκφράστηκε από τον Locke και τον Hume και τον ιδεαλισμό του Kant, και του περιορισμού της ανθρώπινης νοητικότητας σε λειτουργικές περιοχές και σχέσεις. Κύριο χαρακτηριστικό του θετικισμού είναι η αντιμετώπιση της επιστημονικής θεωρίας ως απλής εμπειρικής γενίκευσης που βασίζεται σε μια υποθετικο-παραγωγική μορφή αιτιολόγησης. Η απόρριψη του θετικισμού από την ψυχολογία αποδεικνύεται επιφανειακή: δεν έχει ακόμη διεισδύσει στις αποδεκτές πρακτικές του κυρίαρχου ρεύματος στον κλάδο. Οι ψυχολόγοι συνεχίζουν να αγνοούν τις σύγχρονες προκλήσεις που έχουν διατυπωθεί στον αιώνα μας απέναντι σε αυτή τη στάση1.
Χάρη στην “σχεδόν νευρωτική ανάγκη μας να θεωρούμαστε επιστημονικά ορθοί”, έχουμε παραλείψει να συμπεριλάβουμε τον “υποκειμενικό κόσμο” των ανθρώπων, δηλαδή έναν κόσμο που δεν μπορεί να απλοποιηθεί και να αναχθεί σε μηχανιστικές σχέσεις αιτιότητας. Παραδόξως, για να υπάρξει οποιαδήποτε αποτελεσματική επιστήμη, ακόμα και η φυσική, πρέπει να κατανοηθεί ο υποκειμενικός κόσμος: δεν μπορούμε να είμαστε φυσικοί χωρίς πρώτα να είμαστε ψυχολόγοι και να λύσουμε τα προβλήματά μας σε αυτό το επίπεδο. Αυτό προϋποθέτει την αναγνώριση πτυχών της υποκειμενικής εμπειρίας μας που ο θετικισμός μας έχει εκπαιδεύσει να αγνοούμε, σαν να μην υπάρχουν καν.
Η ιδέα ότι για να γνωρίσουμε κάτι αληθινά, πρέπει να το γνωρίζουμε απόλυτα ή αλάνθαστα, είναι μια ψευδαίσθηση που συντηρεί το πρόβλημα του σολιψισμού στη γνώση.
Τέτοιες θεωρίες της αντίληψης επιβιώνουν όπου οι εξελικτικές, βιολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις της πραγματικότητας παραλείπονται από τη συζήτηση—δηλαδή, όταν σκεφτόμαστε τους ανθρώπους και τα άλλα ζώα ως απομονωμένες καρτεσιανές μηχανές.
Αν έχουμε εξελιχθεί σε έναν υλικό κόσμο με πραγματικά αντικείμενα και η προσαρμογή σε αυτόν τον κόσμο αποτελεί βασικό στοιχείο της εξέλιξης, δεν έχει νόημα να έχουμε εξελίξει συστήματα αντίληψης που μας παρέχουν πληροφορίες μόνο για τις δικές μας αισθήσεις, νοήματα ή κατασκευές2. Συνεπής αναπαραστατισμός3, φαινομεναλισμός ή κονστρουκτιβισμός δεν μπορεί να επιβιώσει στον πραγματικό κόσμο, ίσως μόνο στον ακαδημαϊκό.
Διάφοροι ερευνητές διαπιστώνουν ότι ο εμπειρισμός και ο θετικισμός, ώς ιστορικοί σταθμοί στη φιλοσοφία της επιστήμης, διαμόρφωσαν και τη σύγχρονη ψυχολογία δίνοντας μεγάλη έμφαση στην αιτιώδη επαγωγή, στις πειραματικές μεθόδους και στους λειτουργικούς ορισμούς. Η προσέγγιση αυτή έδινε προτεραιότητα στη μελέτη των άμεσα παρατηρήσιμων αιτίων (όπως παρατηρήσιμα φαινόμενα) παρά στην ευρύτερη περιγραφική έρευνα των φυσικών μορφών που παρατηρούνται (π.χ., τον εντοπισμό των εγγενών κατηγοριών των φαινομένων ή των προτύπων συμπεριφοράς).
Η παράδοση του εμπειρισμού προέρχεται εν μέρει και από τον Φράνσις Μπέικον, ο οποίος προτιμούσε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη μελέτη των αποτελεσματικών αιτίων (το "πώς" των πραγμάτων) σε βάρος των τελικών αιτίων του Αριστοτέλη (το "γιατί" ή τον σκοπό). Παρόλο που η προσέγγιση του Μπέικον λειτουργούσε καλά για τις φυσικές επιστήμες, η αυστηρή εφαρμογή της στην ψυχολογία περιόρισε το εύρος της, καθώς τα ψυχολογικά φαινόμενα συχνά αψηφούν τις απλές σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος. Έτσι, αποθάρρυνε τους ψυχολόγους από το να εξετάσουν ενδελεχώς τις “φυσικές κατηγορίες” ή τους συστηματικούς τρόπους ταξινόμησης φαινομένων.
Χαρακτηριστικά, η ανάλυση εργασιών (task analysis), μια μέθοδος που χρησιμοποιείται στη μελέτη της επίλυσης προβλημάτων, αντανακλά την έμφαση του εμπειρισμού στις αιτιακές σχέσεις: ταξινομεί τα βήματα επίλυσης προβλημάτων και δημιουργεί μοντέλα (π.χ. υπολογιστικές προσομοιώσεις). Ωστόσο, συχνά αποκλείει παρατηρήσεις που δεν ταιριάζουν στα αιτιακά πλαίσια, χάνοντας σημαντικές πτυχές της ανθρώπινης ικανότητας επίλυσης προβλημάτων που δεν εντάσσονται σε αυστηρούς λειτουργικούς ορισμούς.
Οι προσπάθειες να γίνει η ψυχολογία πιο αντικειμενική -εμπνευσμένες από τον συμπεριφορισμό και τον λογικό θετικισμό-προσπάθησαν να ξεπεράσουν την υποκειμενική εμπειρία. Ωστόσο, η υποκειμενική εμπειρία παραμένει κεντρική στην ανθρώπινη παραγωγή γνώσης, πράγμα που σημαίνει ότι η πλήρης αντικειμενικότητα είναι μάλλον ανέφικτη στην ψυχολογία ή σε οποιαδήποτε άλλη επιστήμη.
Ο John A. Mills παρατηρεί ότι oι λειτουργικοί ορισμοί παραμένουν κεντρικοί στην ψυχολογία, ιδιαίτερα στην πειραματική έρευνα. Συνδέουν αυστηρά τις θεωρητικές έννοιες με παρατηρήσιμα και μετρήσιμα φαινόμενα, διασφαλίζοντας ότι έννοιες όπως η «μνήμη» ή το «άγχος» μπορούν να μελετηθούν εμπειρικά. Εντοπίζει τις ρίζες αυτής της προσέγγισης στο συμπεριφορισμό, ο οποίος δίνει προτεραιότητα στη παρατηρήσιμη συμπεριφορά έναντι των υποκειμενικών εμπειριών (όπως οι αισθήσεις, οι σκέψεις ή τα συναισθήματα).
Ο λειτουργισμός επηρεάζει επίσης το πώς αντιμετωπίζεται η αιτιότητα στην ψυχολογία. Επειδή οι άμεσες αιτιακές σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών είναι σπάνιες, οι θεωρητικοί χρησιμοποιούν παρεμβαλλόμενες μεταβλητές για να συνδέσουν εννοιολογικά τις ανεξάρτητες με τις εξαρτημένες μεταβλητές. Για παράδειγμα, αντί να λέμε ότι «το στρες είναι παράγοντας ασθένειας», θα εισάγουμε μετρήσιμους ενδιάμεσους παράγοντες, όπως πχ. τα επίπεδα κορτιζόλης. Παρόλο που αυτό διασφαλίζει μια λειτουργική, ποσοτικοποιήσιμη προσέγγιση της αιτιότητας, έχει σημαντικές επιπτώσεις:
Οι μη ποσοτικοποιήσιμοι αιτιακοί παράγοντες και υποκειμενικές αντιλήψεις αποκλείονται, καθώς οι εξηγήσεις πρέπει να συμμορφώνονται με “αντικειμενικά” και “α-υποκειμενικά”, παρατηρήσιμα δεδομένα4.
Ο B.F. Skinner πίστευε ότι προσπαθούσε να κατανοήσει τις αιτίες της συμπεριφοράς αλλά απέτυχε να συνειδητοποιήσει ότι είχε ορίσει την αιτιότητα με τόσο περιοριστικό τρόπο που υπονόμευσε το ίδιο του το εγχείρημα: είχε ορίσει την αιτία ως μια απολύτως ορισμένη λειτουργική σχέση μεταξύ μετρήσιμων μεταβλητών. Επειδή οι μεταβλητές του ορίζονταν αποκλειστικά με βάση τις διαδικασίες που εκτελούνταν από τον ερευνητή, σύμφωνα με τη μέθοδό του, ένα πείραμα κατέληγε να είναι απλώς ένας εμπειρικός έλεγχος της εσωτερικής σύνδεσης και συνοχής των εννοιών.
Aυτή η έμφαση στις αντικειμενικές, μετρήσιμες και ”δημόσια” παρατηρήσιμες έννοιες, που προσπαθούν να ευθυγραμμίσουν την ψυχολογία με ασύμβατα επιστημονικά πρότυπα, μπορεί να περιορίσει την ικανότητα του πεδίου να ενσωματώσει υποκειμενικές και διαισθητικές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς στις θεωρίες του. Οι μέθοδοι που υπερεστιάζουν στην αντικειμενικότητα και τη μετρησιμότητα, συχνά υποβαθμίζουν τις πιο σύνθετες, λεπτές και υποκειμενικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, εμποδίζοντας τη δυνατότητα ανακάλυψης νέων φαινομένων στην ψυχολογία, δλδ φαινομένων που δεν έχουν ακόμη καθοριστεί.
Θεωρητικές συγγένειες μεταξύ Λογικού Θετικισμού στη Φιλοσοφία της Επιστήμης και Κλασικού Γνωστικισμού στην Ψυχολογία.
Λογικός Θετικισμός και Κλασικός Γνωστικισμός είναι φιλοσοφικές προσεγγίσεις που προσπαθούν να οργανώσουν και να εξηγήσουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας λογική και αυστηρούς κανόνες. Ο Λογικός Θετικισμός, για παράδειγμα, εστιάζει στην παρατήρηση και τη μέτρηση ως τα μόνα εργαλεία για να κατανοήσουμε τι είναι αληθινό και αξίζει να εξεταστεί επιστημονικά. Ο Κλασικός Γνωστικισμός, από την άλλη, αντιλαμβάνεται τον εγκέφαλο μέσα από την μεταφορά του υπολογιστή που επεξεργάζεται πληροφορίες με βάση λογικούς κανόνες και συμβολικές δομές.
Η μεταφορά του υπολογιστή είναι παραπλανητική στο πλαίσιο της γνωστικής επιστήμης. Ο ψηφιακός υπολογιστής συγκροτείται από δομημένες εσωτερικές τυπολογίες σε αντιστοιχία με μια περιγραφή των εσωτερικών του διαδικασιών από κάποια άλλη σκοπιά, από ένα point of view. Ο ψηφιακός υπολογιστής είναι μια “μηχανή πεπερασμένων καταστάσεων” και oi τρόποι που οργανώνεται η πληροφορία στα υπολογιστικά συστήματα δεν έχουν νόημα από μόνοι τους. Το νόημα εξαρτάται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα σύμβολα και τις τυπολογίες που χρησιμοποιούνται.
Η πλάνη της “υπολογιστικής θεωρίας του νου” μοιάζει με την αντίληψη των θετικιστών ότι για να έχει κάτι νόημα, πρέπει να μπορεί να επαληθευτεί. Ωστόσο, οι κριτικοί αυτών των προσεγγίσεων επισημαίνουν ότι αυτές οι θεωρίες αγνοούν μια πολύ σημαντική πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας: τα συναισθήματα και τη συνείδηση. Αυτές οι δύο έννοιες είναι ζωτικής σημασίας για το πώς ζούμε, σκεφτόμαστε και αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο γύρω μας, αλλά δεν είναι εύκολα μετρήσιμες ή παρατηρήσιμες με τους αυστηρούς όρους που προτείνουν οι δύο αυτές θεωρίες.
Κριτικός ρεαλισμός
Ο Λογικός Θετικισμός απέκλεισε όλα όσα δεν μπορούσαν να παρατηρηθούν ή να μετρηθούν άμεσα, όπως η συνείδηση και τα συναισθήματα. Αυτή η προσέγγιση συχνά θεωρείται περιοριστική, καθώς αγνοεί την ανθρώπινη εμπειρία που δεν είναι πάντα λογική ή εύκολα εξηγήσιμη με ρεαλιστικούς και επιστημονικούς όρους. Για παράδειγμα, πώς μπορείς να μετρήσεις την αγάπη ή τον πόνο με τους ίδιους τρόπους που μετράς τη θερμοκρασία ή το βάρος; Οι επικριτές λένε ότι αυτή η προσέγγιση αφήνει έξω πολλές από τις πιο «ανεξήγητες» πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Κλασικός Γνωστικισμός επικεντρώνεται στην ιδέα ότι το μυαλό λειτουργεί σαν υπολογιστής που επεξεργάζεται δεδομένα με λογικούς κανόνες. Αν και αυτό μπορεί να εξηγήσει πολλές πτυχές της σκέψης και της μάθησης, αγνοεί τη συναισθηματική και υποκειμενική πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας. Οι άνθρωποι δεν λειτουργούμε μόνο με βάση την «λογική» ή τους κανόνες. Έχουμε διαρκώς συναισθήματα, υποκειμενικές εμπειρίες, συνείδηση και υποσεινήδητο που επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης μας και τη λήψη αποφάσεων. Όταν το μυαλό γίνεται αντιληπτό ως λογική μηχανή, αυτές οι σημαντικές διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας αγνοούνται ή παραβλέπονται.
Συνείδηση και Συναισθήματα:
Και οι δύο αυτές θεωρίες —αν και προσπαθούν να βάλουν τάξη και λογική στον κόσμο— επικρίνονται επειδή δεν λαμβάνουν υπόψη τη συναισθηματική και συνειδησιακή πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας. Η συνείδηση και τα συναισθήματα είναι υποκειμενικές, προσωπικές εμπειρίες που συχνά δεν μπορούν να μετρηθούν με τον ίδιο τρόπο που μετράμε αντικειμενικά φαινόμενα. Δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσω της λογικής ή της παρατήρησης. Αυτή η παράβλεψη του ρόλου της υποκειμενικής εμπειρίας δεν επιτρέπει στις θεωρίες αυτές δεν καλύψουν πλήρως τη μοναδικότητα και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης υποκειμενικής και διυποκειμενικής φύσης.
Κριτικός Ρεαλισμός
Το πρόβλημα με τους παραδοσιακά θετικιστικούς, κονστρουκτιβιστικούς και ερμηνευτικούς ορισμούς της αντικειμενικότητας είναι ότι έχουν εξισώσει τα υποκείμενα με τους "ανθρώπους" και τα αντικείμενα με τα "πράγματα". Συγχέουν τις οντολογικές έννοιες με τις επιστημολογικές, την ύπαρξη αυτή καθαυτή με τη γνώση μας για την ύπαρξη. Οι παραδοσιακές θεωρίες βασίζονται σε επιφανειακές παρατηρήσεις και δεν λαμβάνουν υπόψη τις βαθύτερες δομές και μηχανισμούς που προκαλούν αυτές τις παρατηρήσεις.
Ο Κριτικός Ρεαλισμός5 συνδυάζει την οντολογική ρεαλιστικότητα (η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης πραγματικότητας) με την επιστημολογική σχετικότητα (η γνώση μας επηρεάζεται από τις κοινωνικοπολιτισμικές μας καταστάσεις) και την κριτική λογική (η αξιολόγηση θεωριών για την αλήθεια τους) θυμίζοντάς μας ότι η ανθρώπινη γνώση μπορεί να είναι αντικειμενική αλλά και υποκείμενη σε σφάλματα.
Πχ τη θέση Duhem-Quine: τα εμπειρικά συμπεράσματα δεν αφορούν μεμονωμένες εμπειρικές δηλώσεις ή υποθέσεις, αλλά ολόκληρα θεωρητικά συστήματα.
Ο Αναπαραστατισμός (γνωστός και ως Αναπαραστατικός Ρεαλισμός, Έμμεσος Ρεαλισμός, Επιστημολογικός Δυϊσμός ή Θεωρία Αναπαράστασης της Αντίληψης) βασίζεται στην άποψη ότι ο νους αντιλαμβάνεται μόνο νοητικές εικόνες (αναπαραστάσεις) των υλικών αντικειμένων που βρίσκονται έξω από τον νου, και όχι τα ίδια τα αντικείμενα. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης, καθώς απαιτεί να αποδειχθεί ότι αυτές οι εικόνες αντιστοιχούν με ακρίβεια σε εξωτερικά αντικείμενα.
Ο Edwin G. Boring, στο άρθρο του “Η Νοημοσύνη Όπως Τη Μετρούν τα Τεστ” του 1923, υποστήριξε ότι η νοημοσύνη ορίζεται λειτουργικά ως «αυτό που μετρούν τα τεστ». Στόχος του ήταν να στηρίξει την ψυχολογία ως επιστήμη, εστιάζοντας στις μετρήσιμες συσχετίσεις των αποτελεσμάτων των τεστ με άλλους κοινωνικούς δείκτες, όπως η επιτυχία και το εισόδημα. Παρομοίασε τη νοημοσύνη με την ισχύ, όπως θα έκανε ένας φυσικός. Ωστόσο, αυτή η αναλογία δεν ήταν ουσιαστική, αλλά μια ρητορική κατασκευή.
Το άρθρο “Μια Κριτική Ρεαλιστική Προσέγγιση για τον Αυτισμό: Οντολογικές και Επιστημολογικές Επιπτώσεις για την Παραγωγή Γνώσης στην Έρευνα για τον Αυτισμό” της Μαριάνθης Κουρτη, ερευνήτριας στο πανεπιστήμιο του Birmingham, εξετάζει την προσέγγιση του Κριτικού Ρεαλισμού στον αυτισμό και τις επιπτώσεις του για την παραγωγή γνώσης στην έρευνα για τον αυτισμό.